ἀποφαντικός: Difference between revisions
Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0334.png Seite 334]] behauptend, einen Satz aufstellend, [[λόγος]] Arist. de interpr. 5; Rhet. ἀποφαντικῶς λέγειν, mit Nachdruck sprechen; ἀποφαντικόν, modus indicativus, Schol. Ap. Rh. 1, 1332. 1349, wie ἀποφαντική Apoll. de synt. 3, 19. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0334.png Seite 334]] behauptend, einen Satz aufstellend, [[λόγος]] Arist. de interpr. 5; Rhet. ἀποφαντικῶς λέγειν, mit Nachdruck sprechen; ἀποφαντικόν, modus indicativus, Schol. Ap. Rh. 1, 1332. 1349, wie ἀποφαντική Apoll. de synt. 3, 19. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποφαντικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[утверждающий]], [[заявляющий]] ([[λόγος]] Arst.; [[λεκτά]] Sext.);<br /><b class="num">2)</b> грам. [[изъявительный]] ([[ἔγκλισις]]). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀποφαντικός]], -ή, -όν) [[αποφαίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που αποφαίνεται θετικά<br /><b>2.</b> «ἀποφαντική ἔγκλιση» — η οριστική<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(ρητ.)</b> «αποφαντικό [[σχήμα]]» — [[σχήμα]] λόγου [[κατά]] το οποίο αποφαίνεται [[κάποιος]] δογματικά<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(-ως) <b>επίρρ.</b> [[κατά]] τρόπο τελεσίδικο. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀποφαντικός]], -ή, -όν) [[αποφαίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που αποφαίνεται θετικά<br /><b>2.</b> «ἀποφαντική ἔγκλιση» — η οριστική<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(ρητ.)</b> «αποφαντικό [[σχήμα]]» — [[σχήμα]] λόγου [[κατά]] το οποίο αποφαίνεται [[κάποιος]] δογματικά<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(-ως) <b>επίρρ.</b> [[κατά]] τρόπο τελεσίδικο. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:15, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, categorical, λόγος ἀποφαντικός Arist.Int.17a8, cf. Stoic.2.61, al.; declaratory, ἐπιστήμη πάντων ἀληθῶν ἀποφαντική ib.2.42. Adv. ἀποφαντικῶς = assertively, categorically dub. in Aristid. Rh. 1p.462S., cf.Sch.E.Ph.624, al.; λέγειν Hermog.Id.2.11.
Spanish (DGE)
-ή, -ον
1 que expresa un sentido, enunciativo, explicativo λόγος proposición aseverativa Arist.Int.17a8, Aristid.Rh.2.517, καλοῦσι δὲ οἱ Στωϊκοὶ τὸν μὲν ἀποφαντικὸν λόγον ἀξίωμα Chrysipp.Stoic.2.61
•ἐπιστήμη πάντων ἀληθῶν ἀποφαντική Chrysipp.Stoic.2.42, σχῆμα Aristid.Rh.1.462, 2.532, 540, cf. S.E.M.8.71, A.D.Synt.16.10, ἐρώτησις Sch.S.OT 622, χρεῖαι Hermog.Prog.3
•gram. indicativo ἔγκλισις A.D.Synt.245.1 (var.), del pron. τις indicativo por op. a su uso interr., A.D.Pron.27.20.
2 adv. ἀποφαντικῶς = afirmativamente A.D.Pron.27.16, 18, πολλὰ λέγων Hermog.Id.2.11 (p.402), cf. Sch.E.Ph.624
•categóricamente (τὸ εὐαγγέλιον) ἀποφαντικῶς διακελεύεται Mac.Aeg.M.34.905B.
German (Pape)
[Seite 334] behauptend, einen Satz aufstellend, λόγος Arist. de interpr. 5; Rhet. ἀποφαντικῶς λέγειν, mit Nachdruck sprechen; ἀποφαντικόν, modus indicativus, Schol. Ap. Rh. 1, 1332. 1349, wie ἀποφαντική Apoll. de synt. 3, 19.
Russian (Dvoretsky)
ἀποφαντικός:
1) утверждающий, заявляющий (λόγος Arst.; λεκτά Sext.);
2) грам. изъявительный (ἔγκλισις).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποφαντικός: -ή, -όν, ὁ ἀποφαινόμενος, λόγος ἀπ., πρότασις, Ἀριστ. π. Ἑρμην. 5. 1, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 71. -ἔγκλισις ἀποφαντικὴ = ὁριστικὴ Ἀπολλών. Δ. π. Συντ. 244, 26, ἀποφαντ. ἐπίρρημα αὐτόθι 245, 3: -Ἐπίρρ. ἀποφαντικῶς Ὠριγ. 3. 868A.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀποφαντικός, -ή, -όν) αποφαίνω
1. αυτός που αποφαίνεται θετικά
2. «ἀποφαντική ἔγκλιση» — η οριστική
νεοελλ.
(ρητ.) «αποφαντικό σχήμα» — σχήμα λόγου κατά το οποίο αποφαίνεται κάποιος δογματικά
αρχ.-μσν.
(-ως) επίρρ. κατά τρόπο τελεσίδικο.