ἀπόσκοπος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → silence is evidence of unwillingness (Menander)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui manque le but.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[σκοπός]].
|btext=ος, ον :<br />qui manque le but.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[σκοπός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπόσκοπος:''' Emped. = [[ἀποσκόπιος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἀπόσκοπος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[ιδιόρρυθμος]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που σημαδεύει από [[ψηλά]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν πετυχαίνει τον στόχο.
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἀπόσκοπος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[ιδιόρρυθμος]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που σημαδεύει από [[ψηλά]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν πετυχαίνει τον στόχο.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπόσκοπος:''' Emped. = [[ἀποσκόπιος]].
}}
}}

Revision as of 18:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόσκοπος Medium diacritics: ἀπόσκοπος Low diacritics: απόσκοπος Capitals: ΑΠΟΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: apóskopos Transliteration B: aposkopos Transliteration C: aposkopos Beta Code: a)po/skopos

English (LSJ)

ον, A erring from the mark, οὐκ . . ἀ. οὐδ' ἀδαήμων Emp.62.3. II beholding from afar, Hsch.

Spanish (DGE)

-ον
1 apartado del blanco οὐ γὰρ μῦθος ἀπόσκοπος οὐδ' ἀδαήμων Emp.B 62.3.
2 que observa desde lejos Hsch.

German (Pape)

[Seite 325] 1) von fern, od. von obenher betrachtend, spähend, Empedocl. 197. – 2) das Ziel verfehlend, unzweckmäßig, Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui manque le but.
Étymologie: ἀπό, σκοπός.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόσκοπος: Emped. = ἀποσκόπιος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόσκοπος: -ον, ὁ ἁμαρτάνων τοῦ σκοποῦ, οὐ γὰρ μῦθος ἀπόσκοπος οὐδ’ ἀδαήμων Ἐμπεδ. 197. ΙΙ. «ἀπόσκοπος· ἄνωθεν σκοπῶν» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἀπόσκοπος, -ον)
νεοελλ.
ο ιδιόρρυθμος
μσν.
αυτός που σημαδεύει από ψηλά
αρχ.
εκείνος που δεν πετυχαίνει τον στόχο.