ἀργυρόηλος: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτοι ποθ' οὑχθρός, οὐδ' ὅταν θάνῃ, φίλος → One's enemy does not become one's friend when they die

Sophocles, Antigone, 522
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />garni de clous d'argent.<br />'''Étymologie:''' [[ἄργυρος]], ἦλος.
|btext=ος, ον :<br />garni de clous d'argent.<br />'''Étymologie:''' [[ἄργυρος]], ἦλος.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀργῠρόηλος:''' [[усаженный серебряными гвоздями]] ([[θρόνος]], [[ξίφος]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀργῠρόηλος:''' -ον, αυτός που έχει καρφωθεί με ασημένια καρφιά, σε Όμηρ.
|lsmtext='''ἀργῠρόηλος:''' -ον, αυτός που έχει καρφωθεί με ασημένια καρφιά, σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀργῠρόηλος:''' [[усаженный серебряными гвоздями]] ([[θρόνος]], [[ξίφος]] Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[silver]]-[[studded]], Hom.
|mdlsjtxt=[[silver]]-[[studded]], Hom.
}}
}}

Revision as of 18:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῠρόηλος Medium diacritics: ἀργυρόηλος Low diacritics: αργυρόηλος Capitals: ΑΡΓΥΡΟΗΛΟΣ
Transliteration A: argyróēlos Transliteration B: argyroēlos Transliteration C: argyroilos Beta Code: a)rguro/hlos

English (LSJ)

ον, silver-studded, ξίφος Il.2.45; θρόνος Od.7.162, etc.

Spanish (DGE)

(ἀργῠρόηλος) -ον
tachonado de plata ξίφος Il.2.45, φάσγανος Il.14.405, μαχαίριον Clem.Al.Paed.2.3.37, θρόνος Il.18.389, Od.7.162.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
garni de clous d'argent.
Étymologie: ἄργυρος, ἦλος.

Russian (Dvoretsky)

ἀργῠρόηλος: усаженный серебряными гвоздями (θρόνος, ξίφος Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠρόηλος: -ον, ὁ ἀργυροῖς ἥλοις διαπεπαρμένος, ξίφος ἀργρυλόηλον Ἰλ. Β. 45· θρόνος Ὀδ. Η. 162, κτλ.

English (Autenrieth)

(ἦλος): ornamented with silver nails or knobs, silver-studded; ξιφος, θρόνος, φάσγανον, Il. 2.45, η 1, Il. 14.405.

Greek Monolingual

ἀργυρόηλος, -ον (Α)
ο διακοσμημένος με ασημένια καρφιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + ήλος «καρφί»].

Greek Monotonic

ἀργῠρόηλος: -ον, αυτός που έχει καρφωθεί με ασημένια καρφιά, σε Όμηρ.

Middle Liddell

silver-studded, Hom.