ἀφράδμων: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid

Menander, Monostichoi, 419
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><i>c.</i> [[ἀφραδής]].
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><i>c.</i> [[ἀφραδής]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀφράδμων:''' 2, gen. ονος HH = [[ἀφραδής]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀφράδμων:''' -ον, γεν. -ονος = [[ἀφραδής]], αυτός που δεν έχει αισθήσεις, σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''ἀφράδμων:''' -ον, γεν. -ονος = [[ἀφραδής]], αυτός που δεν έχει αισθήσεις, σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀφράδμων:''' 2, gen. ονος HH = [[ἀφραδής]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀφραδής]]<br />= [[ἀφραδής]], without [[sense]], Hhymn.
|mdlsjtxt=[[ἀφραδής]]<br />= [[ἀφραδής]], without [[sense]], Hhymn.
}}
}}

Revision as of 18:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφρᾰδμων Medium diacritics: ἀφράδμων Low diacritics: αφράδμων Capitals: ΑΦΡΑΔΜΩΝ
Transliteration A: aphrádmōn Transliteration B: aphradmōn Transliteration C: afradmon Beta Code: a)fra/dmwn

English (LSJ)

in Trag. ἀφράσμων, ον, gen. ονος, = ἀφραδής, c. inf., ἀφράδμονες προγνώμεναι without sense to foresee, h.Cer.256; γυναικὸς ὡς ἀφράσμονος A.Ag.1401, cf. S.Fr.613. Adv. ἀφρασμόνως A.Pers.417.—Only poet.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἀφράσμων A.A.1401
• Prosodia: [-ᾰδ-]
1 insensato, loco ἄνθρωποι h.Cer.256, γυναικὸς ὡς ἀφράσμονος A.l.c.
2 adv. -ως sin lógica Ἑλληνικαί τε νῆες οὐκ ἀφρασμόνως κύκλῳ πέριξ ἔθεινον las naves griegas hábilmente les acometieron en torno A.Pers.417.

German (Pape)

[Seite 414] ον, = ἀφραδής, προγνώμεναι, ohne den Verstand, etwas vorherzusehen, H. h. Cer. 257. – Adv. ἀφραδμόνως, Aesch. Pers. 409. – Vgl. ἀφράσμων.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
c. ἀφραδής.

Russian (Dvoretsky)

ἀφράδμων: 2, gen. ονος HH = ἀφραδής.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφράδμων: Ἀττ. ἀφράσμων, ον, γεν. -ονος, = ἀφραδής, μετ’ ἀπαρ., ἀφράδμων προγνώμεναι, μὴ ἔχων φρόνησιν ὥστε νὰ προΐδῃ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 257· γυναικὸς ὡς ἀφράσμονος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1401, Σοφ. Ἀποσπ. 542. ― Ἐπίρρ. ἀφρασμόνως Αίσχύλ. Πέρσ. 417. Μόνον ποιητ.

Greek Monotonic

ἀφράδμων: -ον, γεν. -ονος = ἀφραδής, αυτός που δεν έχει αισθήσεις, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

ἀφραδής
= ἀφραδής, without sense, Hhymn.