ἄκλειστος: Difference between revisions
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />non fermé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κλείω]]. | |btext=ος, ον :<br />non fermé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κλείω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄκλειστος:''' стяж. [[ἄκλῃστος]] 2 незапертый (δώματα Eur. [[λιμήν]] Thuc.; πύλαι Xen.; τὰ τῶν λιμένων στόματα Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄκλειστος:''' -ον, Ιων. [[ἀκλήιστος]], Αττ. [[ἄκλῃστος]]· ([[κλείω]]), αυτός που δεν έχει κλειστεί ή δεν έχει στερεωθεί, σε Ευρ., Θουκ. | |lsmtext='''ἄκλειστος:''' -ον, Ιων. [[ἀκλήιστος]], Αττ. [[ἄκλῃστος]]· ([[κλείω]]), αυτός που δεν έχει κλειστεί ή δεν έχει στερεωθεί, σε Ευρ., Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κλείω]]<br />not closed or fastened, Eur., Thuc. | |mdlsjtxt=[[κλείω]]<br />not closed or fastened, Eur., Thuc. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:47, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, Ion. ἀκλήιστος Call.Hec.2, Att. contr. ἄκλῃστος E.Andr.593, Th.2.93: (κλείω):—not closed or fastened, ll. cc., X.Cyr. 7.5.25, Nic.Dam.p.72 D., etc.
Spanish (DGE)
v. ἄκλῃστος.
German (Pape)
[Seite 73] nicht verschlossen, s. att. ἄκλῃστος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non fermé.
Étymologie: ἀ, κλείω.
Russian (Dvoretsky)
ἄκλειστος: стяж. ἄκλῃστος 2 незапертый (δώματα Eur. λιμήν Thuc.; πύλαι Xen.; τὰ τῶν λιμένων στόματα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄκλειστος: -ον, Ἰων. ἀκλήιστος, Καλλ. Ἀποσπ. 41. Ἀττ. συνῃρ. ἄκληστος, Εὐρ. Ἀνδρ. 593, Θουκ. 2. 93: (κλείω), ὁ μὴ κεκλεισμένος, μὴ στερεωμένος, ἔνθ’ ἀνωτ., Ξεν. Κύρ. 7. 5, 25.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄκλειστος, -ον και ἄκληστος)
αυτός που δεν είναι κλεισμένος, δεν είναι στερεωμένος
«άφησε την πόρτα άκλειστη»
«ἄκληστ’ ἄδουλα δώμαθ’ ἑστίας λιπὼν» (Ευρ.)
νεοελλ.
1. ο ασυμπλήρωτος
«έχει τα δέκα οχτώ άκλειστα»
2. (λογαριασμός) για τον οποίο δεν έχει γίνει εκκαθάριση
3. (εμπορική πράξη) που δεν έχει επίσημα συμφωνηθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κλειστὸς (ή κλῃστὸς) < κλείω (κλῄω)].
Greek Monotonic
ἄκλειστος: -ον, Ιων. ἀκλήιστος, Αττ. ἄκλῃστος· (κλείω), αυτός που δεν έχει κλειστεί ή δεν έχει στερεωθεί, σε Ευρ., Θουκ.
Middle Liddell
κλείω
not closed or fastened, Eur., Thuc.