ἄχλοος: Difference between revisions

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ους, ουν :<br /><b>1</b> sans herbages;<br /><b>2</b> sans verdure, desséché.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[χλόα]].
|btext=ους, ουν :<br /><b>1</b> sans herbages;<br /><b>2</b> sans verdure, desséché.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[χλόα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἄχλοος:''' стяж. ἄχλους 2 лишенный зелени (πεδία γᾶς Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄχλοος:''' -ον, συνηρ. ἄχλους, <i>-ουν</i> ([[χλόα]]), αυτός που δεν έχει [[χλόη]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἄχλοος:''' -ον, συνηρ. ἄχλους, <i>-ουν</i> ([[χλόα]]), αυτός που δεν έχει [[χλόη]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄχλοος:''' стяж. ἄχλους 2 лишенный зелени (πεδία γᾶς Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[χλόα]]<br />without herbage, Eur.
|mdlsjtxt=[[χλόα]]<br />without herbage, Eur.
}}
}}

Revision as of 18:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄχλοος Medium diacritics: ἄχλοος Low diacritics: άχλοος Capitals: ΑΧΛΟΟΣ
Transliteration A: áchloos Transliteration B: achloos Transliteration C: achloos Beta Code: a)/xloos

English (LSJ)

ον, contr. ἄχλους, ουν, (χλόα) A without herbage, E.Hel. 1327 (lyr.). II sere, withered, Opp.H.2.496. III discoloured, Hp.Coac.596.

Spanish (DGE)

-ον
1 que carece de vegetación, de verdor πεδία E.Hel.1327
que ha perdido el verdor, marchito ἔρνος Opp.H.2.496.
2 ref. sólo al color descolorido, amarillento διαχώρημα Hp.Coac.596.

German (Pape)

[Seite 418] zsgz. ἄχλους (χλόη), nicht grünend, πεδία γᾶς Eur. Hel. 1343; vertrocknet, verwelkt, Opp. Hal. 2, 496.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
1 sans herbages;
2 sans verdure, desséché.
Étymologie: , χλόα.

Russian (Dvoretsky)

ἄχλοος: стяж. ἄχλους 2 лишенный зелени (πεδία γᾶς Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἄχλοος: -ον, συνηρ. ἄχλους, ουν· (χλόα): ἄνευ χλόης, Εὐρ. Ἑλ. 1327. ΙΙ. ξηρός, μεμαραμμένος, Ὀππ. Ἁλ. 2. 496.

Greek Monolingual

ἄχλοος, -ον (AM) και (συνηρημένο) ἄχλους, -ουν (Α) χλόη
ξερός, μαραμένος
αρχ.
ο χωρίς χλόη.

Greek Monotonic

ἄχλοος: -ον, συνηρ. ἄχλους, -ουν (χλόα), αυτός που δεν έχει χλόη, σε Ευρ.

Middle Liddell

χλόα
without herbage, Eur.