ἐκβλητικός: Difference between revisions
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0754.png Seite 754]] ή, όν, zum Herausbringen, -ziehen dienlich, τῶν τοξευμάτων Arist. H. A. 9, 6. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0754.png Seite 754]] ή, όν, zum Herausbringen, -ziehen dienlich, τῶν τοξευμάτων Arist. H. A. 9, 6. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐκβλητικός:''' [[способный удалять]] (τῶν τοξευμάτων ἐν τῷ σώματι Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐκβλητικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που έχει την [[ιδιότητα]], τη [[δύναμη]] ή τον προορισμό να εκβάλλει [[κάτι]]. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐκβλητικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που έχει την [[ιδιότητα]], τη [[δύναμη]] ή τον προορισμό να εκβάλλει [[κάτι]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:55, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, serviceable for expelling, τοξευμάτων Arist.HA612a5; βελῶν Antig.Mir.30.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
que tiene la propiedad de expeler, expulsivo c. gen. (τὸ δίκταμνον) ἐκβλητικὸν εἶναι τῶν τοξευμάτων ἐν τῷ σώματι Arist.HA 612a5, cf. Antig.Mir.30.
German (Pape)
[Seite 754] ή, όν, zum Herausbringen, -ziehen dienlich, τῶν τοξευμάτων Arist. H. A. 9, 6.
Russian (Dvoretsky)
ἐκβλητικός: способный удалять (τῶν τοξευμάτων ἐν τῷ σώματι Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκβλητικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν ἢ τὴν ἰδιότητα νὰ ἐκβάλλῃ τι, μετὰ γεν., Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 6, 2.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐκβλητικός, -ή, -όν)
αυτός που έχει την ιδιότητα, τη δύναμη ή τον προορισμό να εκβάλλει κάτι.