ἅμιππος: Difference between revisions

From LSJ

ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> rapide comme un coursier;<br /><b>2</b> [[οἱ]] ἅμιπποι fantassins mêlés aux cavaliers.<br />'''Étymologie:''' [[ἅμα]], [[ἵππος]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> rapide comme un coursier;<br /><b>2</b> [[οἱ]] ἅμιπποι fantassins mêlés aux cavaliers.<br />'''Étymologie:''' [[ἅμα]], [[ἵππος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἅμιππος:''' [[быстрый как конь]] ([[Βορεάς]] Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἅμιππος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που πορεύεται μαζί με τα άλογα, δηλ. [[ταχύς]] σαν [[άλογο]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἅμιπποι</i>, <i>οἱ</i>, πεζοί μαζί με ιππείς, σε Θουκ., Ξεν.
|lsmtext='''ἅμιππος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που πορεύεται μαζί με τα άλογα, δηλ. [[ταχύς]] σαν [[άλογο]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἅμιπποι</i>, <i>οἱ</i>, πεζοί μαζί με ιππείς, σε Θουκ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἅμιππος:''' [[быстрый как конь]] ([[Βορεάς]] Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> [[keeping]] up with horses, i. e. [[fleet]] as a [[horse]], Soph.<br /><b class="num">II.</b> ἅμιπποι, οἱ, [[infantry]] [[mixed]] with [[cavalry]], Thuc., Xen.
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> [[keeping]] up with horses, i. e. [[fleet]] as a [[horse]], Soph.<br /><b class="num">II.</b> ἅμιπποι, οἱ, [[infantry]] [[mixed]] with [[cavalry]], Thuc., Xen.
}}
}}

Revision as of 19:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἅμιππος Medium diacritics: ἅμιππος Low diacritics: άμιππος Capitals: ΑΜΙΠΠΟΣ
Transliteration A: hámippos Transliteration B: hamippos Transliteration C: amippos Beta Code: a(/mippos

English (LSJ)

ον, A keeping up with horses, i.e. fleet as horse, S.Ant. 985 (lyr.). II ἅμιπποι, οἱ, infantry mixed with cavalry, Th.5.57, X.HG7.5.23 (cj.), Arist.Ath.49.1, cf. Aristarch.ad Hdt.1.215 in PAmh.2.12. 2 pair of horses ridden by a postillion, Suid.

German (Pape)

[Seite 125] 1) roßschnell, Βορεάς Soph. Ant. 972. – 2) Bei Thuc. 5, 57 u. Xen. Hell. 7, 5, 23 Fußsoldaten, die zwischen die Reiter gestellt werden (ἅμα τοῖς ἱππεῦσι τεταγμένοι, Harpocr., der auch eine andere Art ἅμιπποι erwähnt, die zwei Pferde hatten, deren sie sich abwechselnd bedienten; vgl. B. A. 205).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 rapide comme un coursier;
2 οἱ ἅμιπποι fantassins mêlés aux cavaliers.
Étymologie: ἅμα, ἵππος.

Russian (Dvoretsky)

ἅμιππος: быстрый как конь (Βορεάς Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἅμιππος: -ον, ὁ ἅμα τῷ ἵππῳ πορευόμενος, ὁ ταχὺς ὡς ἵππος, Σοφ. Ἀντ. 985. ΙΙ. ἅμιπποι, οἱ, = πεζοὶ ἀναμεμιγμένοι μετὰ τοῦ ἱππικοῦ, Θουκ. 5. 57, Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 23.

Greek Monolingual

ἅμιππος, -ον (Α)
1. αυτός που συμβαδίζει με άλογα, που είναι δηλ. ταχύς σαν άλογο
2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ἅμιπποι
πεζοί στρατιώτες που παρατάσσονταν ανάμεσα στους ιππείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμα «συγχρόνως μαζί» + ἵππος.

Greek Monotonic

ἅμιππος: -ον, I. αυτός που πορεύεται μαζί με τα άλογα, δηλ. ταχύς σαν άλογο, σε Σοφ.
II. ἅμιπποι, οἱ, πεζοί μαζί με ιππείς, σε Θουκ., Ξεν.

Middle Liddell


I. keeping up with horses, i. e. fleet as a horse, Soph.
II. ἅμιπποι, οἱ, infantry mixed with cavalry, Thuc., Xen.