ἐλάσιππος: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0789.png Seite 789]] Rosse treibend, beritten; [[ἔθνος]] Pind. P. 5, 85; Orph.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0789.png Seite 789]] Rosse treibend, beritten; [[ἔθνος]] Pind. P. 5, 85; Orph.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐλάσιππος:''' (ᾰ) гоняющий коней, привыкший к верховой езде ([[ἔθνος]] Pind.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐλάσιππος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ιππηλάτης]], αυτός που οδηγεί άλογα ή πολεμά με [[άρμα]] συρόμενο από άλογα, ο [[αρματηλάτης]], [[ιππικός]]<br /><b>2.</b> (επίθ. του ήλιου)<br />[[ιππηλάτης]], [[αρματηλάτης]].
|mltxt=[[ἐλάσιππος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ιππηλάτης]], αυτός που οδηγεί άλογα ή πολεμά με [[άρμα]] συρόμενο από άλογα, ο [[αρματηλάτης]], [[ιππικός]]<br /><b>2.</b> (επίθ. του ήλιου)<br />[[ιππηλάτης]], [[αρματηλάτης]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐλάσιππος:''' (ᾰ) гоняющий коней, привыкший к верховой езде ([[ἔθνος]] Pind.).
}}
}}

Revision as of 19:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλάσιππος Medium diacritics: ἐλάσιππος Low diacritics: ελάσιππος Capitals: ΕΛΑΣΙΠΠΟΣ
Transliteration A: elásippos Transliteration B: elasippos Transliteration C: elasippos Beta Code: e)la/sippos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, horse-driving, horse-riding, knightly, Pi.P.5.85; ἁμέρα Lyr.Adesp.97; of the sun, Orph.H.8.18.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
que guía, conductor de troncos de caballos, conductor de carros, ἔθνος de los de Cirene, Pi.P.5.85, de Helios ὦ ἐλάσιππε, μάστιγι λιγυρῇ τετράορον ἅρμα διώκων Orph.H.8.18, ἀμβρόσιον ἐλασίππου πρόσωπον ... ἁμέρας el rostro inmortal del día que avanza con sus caballos, Lyr.Adesp.92.2.

German (Pape)

[Seite 789] Rosse treibend, beritten; ἔθνος Pind. P. 5, 85; Orph.

Russian (Dvoretsky)

ἐλάσιππος: (ᾰ) гоняющий коней, привыкший к верховой езде (ἔθνος Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐλάσιππος: -ον, ἱππηλάτης, Πινδ. Π. 5. 114· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ὀρφ. Ὕμν. 8. 18· πρβλ. ἱππελάτης.

English (Slater)

ἐλᾰσιππος horse-driving τὸ δ' ἐλάσιππον ἔθνος ἐνδυκέως δέκονται (P. 5.85)

Greek Monolingual

ἐλάσιππος, -ον (Α)
1. ιππηλάτης, αυτός που οδηγεί άλογα ή πολεμά με άρμα συρόμενο από άλογα, ο αρματηλάτης, ιππικός
2. (επίθ. του ήλιου)
ιππηλάτης, αρματηλάτης.