ἐκφθίνω: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=épuiser <i>ou</i> ruiner complètement ; <i>Pass.</i> être complètement épuisé <i>ou</i> ruiné, disparaître, périr.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[φθίνω]].
|btext=épuiser <i>ou</i> ruiner complètement ; <i>Pass.</i> être complètement épuisé <i>ou</i> ruiné, disparaître, périr.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[φθίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκφθίνω:''' [[губить]], [[уничтожать]], [[только]] pass. погибать, пропадать ([[ἐξέφθινται]] νᾶες Aesch.): [[ἐξέφθιτο]] [[ἤϊα]] πάντα Hom. все запасы были съедены.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκφθίνω:''' [ῐ], σε γʹ ενικ. Παθ. υπερσ., ἐξέφθῐτο [[οἶνος]] [[νηῶν]], όλο το [[κρασί]] είχε καταναλωθεί έξω από τα καράβια, είχε εξαφανιστεί από τα καράβια, σε Ομήρ. Οδ.· γʹ πληθ. Παθ. παρακ. [[ἐξέφθινται]], έχουν ολοκληρωτικά αφανιστεί, εντελώς καταστραφεί, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἐκφθίνω:''' [ῐ], σε γʹ ενικ. Παθ. υπερσ., ἐξέφθῐτο [[οἶνος]] [[νηῶν]], όλο το [[κρασί]] είχε καταναλωθεί έξω από τα καράβια, είχε εξαφανιστεί από τα καράβια, σε Ομήρ. Οδ.· γʹ πληθ. Παθ. παρακ. [[ἐξέφθινται]], έχουν ολοκληρωτικά αφανιστεί, εντελώς καταστραφεί, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκφθίνω:''' [[губить]], [[уничтожать]], [[только]] pass. погибать, пропадать ([[ἐξέφθινται]] νᾶες Aesch.): [[ἐξέφθιτο]] [[ἤϊα]] πάντα Hom. все запасы были съедены.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=in 3 plup. [[pass]]., ἐξέφθῐτο<br />ἐξέφθῐτο [[οἶνος]] [[νηῶν]], the [[wine]] had all been consumed out of the ships, had [[vanished]] from the ships, Od.; 3rd pl. perf. [[pass]]. [[ἐξέφθινται]] they [[have]] [[utterly]] perished, Aesch.
|mdlsjtxt=in 3 plup. [[pass]]., ἐξέφθῐτο<br />ἐξέφθῐτο [[οἶνος]] [[νηῶν]], the [[wine]] had all been consumed out of the ships, had [[vanished]] from the ships, Od.; 3rd pl. perf. [[pass]]. [[ἐξέφθινται]] they [[have]] [[utterly]] perished, Aesch.
}}
}}

Revision as of 19:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκφθίνω Medium diacritics: ἐκφθίνω Low diacritics: εκφθίνω Capitals: ΕΚΦΘΙΝΩ
Transliteration A: ekphthínō Transliteration B: ekphthinō Transliteration C: ekfthino Beta Code: e)kfqi/nw

English (LSJ)

in Hom. only in 3 plpf. Pass., νηῶν ἐξέφθιτο οἶνος the wine had all been consumed out of the ships, Od.9.163; νηὸς ἐξέφθιτο ἤϊα πάντα 12.329; ἐξέφθινται they have utterly perished, A.Pers.679 (lyr.), 927 (anap.).

German (Pape)

[Seite 785] (s. φθίνω), nur im aor. sync. ἐξεφθίμην, gänzlich vernichtet werden; νηῶν οἶνος, war aus den Schiffen aufgezehrt, Od. 9, 163. 12, 329; ἐξέφθινθ' αἱ νᾶες Aesch. Pers. 679; ἄνδρες 891; sp. D., wie Nic. Th. 331.

French (Bailly abrégé)

épuiser ou ruiner complètement ; Pass. être complètement épuisé ou ruiné, disparaître, périr.
Étymologie: ἐκ, φθίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκφθίνω: губить, уничтожать, только pass. погибать, пропадать (ἐξέφθινται νᾶες Aesch.): ἐξέφθιτο ἤϊα πάντα Hom. все запасы были съедены.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκφθίνω: παρ᾿ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ γʹ ἑνικῷ τοῦ παθ. ὑπερσ. ἐξέφθιτο, οὐ γάρ πω νηῶν ἐξέφθιτο οἶνος ἐρυθρός, «ἐδεδαπάνητο, ἀνήλωτο» (Σχόλ.), Ὀδ. Ι. 163· νηὸς ἐξέφθιτο ἤϊα Μ. 329· ἐξέφθινται, ὅλως κατεστράφησαν, ἔχουσιν ἀφανισθῆ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 679. 927.

English (Autenrieth)

only pass. plup. ἐξέφθιτο, had been consumed out of the ships, Od. 9.163 and Od. 12.329.

Greek Monolingual

ἐκφθίνω (Α)
1. καταστρέφομαι εντελώς, εξαφανίζομαι
2. (για πράγματα) αναλίσκομαι, ξοδεύομαι εντελώς.

Greek Monotonic

ἐκφθίνω: [ῐ], σε γʹ ενικ. Παθ. υπερσ., ἐξέφθῐτο οἶνος νηῶν, όλο το κρασί είχε καταναλωθεί έξω από τα καράβια, είχε εξαφανιστεί από τα καράβια, σε Ομήρ. Οδ.· γʹ πληθ. Παθ. παρακ. ἐξέφθινται, έχουν ολοκληρωτικά αφανιστεί, εντελώς καταστραφεί, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

in 3 plup. pass., ἐξέφθῐτο
ἐξέφθῐτο οἶνος νηῶν, the wine had all been consumed out of the ships, had vanished from the ships, Od.; 3rd pl. perf. pass. ἐξέφθινται they have utterly perished, Aesch.