ἐνδοτέρω: Difference between revisions

From LSJ

Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>Cp. de</i> [[ἔνδον]].
|btext=<i>Cp. de</i> [[ἔνδον]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνδοτέρω:''' [compar. к [[ἔνδον]] I] еще далее внутрь, глубже (ἐν τοῖς ἐ. τοῦ [[ὕδατος]] Arst.): ἐ. συστέλλειν ἑαυτόν Plut. еще больше ограничить себя.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνδοτέρω:''' επίρρ. συγκρ. του [[ἔνδον]], [[ολότελα]] μέσα, πιο μέσα, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἐνδοτέρω:''' επίρρ. συγκρ. του [[ἔνδον]], [[ολότελα]] μέσα, πιο μέσα, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνδοτέρω:''' [compar. к [[ἔνδον]] I] еще далее внутрь, глубже (ἐν τοῖς ἐ. τοῦ [[ὕδατος]] Arst.): ἐ. συστέλλειν ἑαυτόν Plut. еще больше ограничить себя.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<i>adverb</i>[comp. of [[ἔνδον]]<br />[[quite]] [[within]], Plut.
|mdlsjtxt=<i>adverb</i>[comp. of [[ἔνδον]]<br />[[quite]] [[within]], Plut.
}}
}}

Revision as of 19:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνδοτέρω Medium diacritics: ἐνδοτέρω Low diacritics: ενδοτέρω Capitals: ΕΝΔΟΤΕΡΩ
Transliteration A: endotérō Transliteration B: endoterō Transliteration C: endotero Beta Code: e)ndote/rw

English (LSJ)

Adv.Comp.of ἔνδον, A more within, quite within, ἐ. συστέλλειν ἑαυτόν to draw himself within his means, Plu.Cat.Ma.5; ἐ. τῆς Χρείας προσαγαγέσθαι to unite into greater intimacy, Id.Arat.43; within, Placit.5.21.2; (sc. κόσμου) ib.1.18.4; ἐ. τείχους J.AJ15.11.3; farther on, below, in a book, D.L.10.43, etc. 2 of time, within a certain limit, sooner, Hp.Fract.33. 3 Sup. ἐνδοτάτω quite within, Luc.Am.16; innermost, Procl.Hyp.6.12; οἱ ἐνδοτάτω Θρᾷκες Hdn.6.8.1: c. gen., very far in, Plu.2.918f. II Adj. ἐνδότερος, ον, inner, PLond.4.1768.2 (vi A. D.): Sup. ἐνδότατος inmost, Ἀρμενία Just.Nov.31.1 Intr.; τόποι Hsch. S. V. μυχοί.

Spanish (DGE)

v. ἔνδον.

French (Bailly abrégé)

Cp. de ἔνδον.

Russian (Dvoretsky)

ἐνδοτέρω: [compar. к ἔνδον I] еще далее внутрь, глубже (ἐν τοῖς ἐ. τοῦ ὕδατος Arst.): ἐ. συστέλλειν ἑαυτόν Plut. еще больше ограничить себя.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδοτέρω: ἐπίρρ. συγκρ. τοῦ ἔνδον, παραμέσα, ὁλωσδιόλου μέσα, ἐνδοτέρω συστέλλω ἐμαυτόν, γίνομαι φειδωλὸς πέρα τοῦ δέοντος, Πλουτ. Κάτων ὁ Πρεσβ. 5· ἐνδοτέρω τῆς χρείας προσάγεσθαι, ἑλκύειν τινὰ πρὸς ἑαυτὸν εἰς στενωτέρας σχέσεις, καθιστᾶν αὐτὸν στενώτερον φίλον, ὁ αὐτὸς Ἄρατ. 43· ἐπὶ ἀριθμοῦ, κατωτέρω, τὴν διάρθρωσιν γίνεσθαι ἀπὸ ἕκτης καὶ εἰκοστῆς, πολλάκις δὲ καὶ ἐνδοτέρω ὁ αὐτ. 2. 909Β· - μετὰ γεν., ἐν τοῖς ἐνδ. τοῦ ὕδατος Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 4, 7· ἐνδ. τείχους Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰουδ. 15. 11. 3· - ἐπὶ βιβλίου, κατωτέρω, περαιτέρω, Διογ. Λ. 10. 43, κτλ. 2) ὑπερθ. ἐνδοτάτω, εἰς τὸ ἐνδότατον μέρος, καὶ στὰς ἀφανὴς ἐνδοτάτω Λουκ. Ἔρωτες 16, Πλούτ. 2. 918F. ΙΙ. Συγκρ. ἐπίθ. ἐνδότερος, Λατ. interior, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 4. 5., 6, 7· ὑπερθ. ἐνδότατος, Λατ. intimus, Ἡσύχ. ἐν λέξει μυχοί, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 1. 792, εἰς Λυκόφρ. 896.

Greek Monotonic

ἐνδοτέρω: επίρρ. συγκρ. του ἔνδον, ολότελα μέσα, πιο μέσα, σε Πλούτ.

Middle Liddell

adverb[comp. of ἔνδον
quite within, Plut.