ἐννοσίφυλλος: Difference between revisions

From LSJ

ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0848.png Seite 848]] p. = ἐνοσίφυλλος, blätterschüttelnd, vom Winde, Simonides bei Plut. Symp. 8, 3, 4; vgl. [[εἰνοσίφυλλος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0848.png Seite 848]] p. = ἐνοσίφυλλος, blätterschüttelnd, vom Winde, Simonides bei Plut. Symp. 8, 3, 4; vgl. [[εἰνοσίφυλλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐννοσίφυλλος:''' [[колеблющий листву]] (ἄνεμοι [[Simonides]] ap. Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐννοσίφυλλος]], -ον (Α)<br />επικ. τ. [[αντί]] <i>ενοσίφυλλος</i>, [[εινοσίφυλλος]]<br />(για δασώδη όρη) αυτός που έχει κινούμενα, σειόμενα φύλλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>έν</i>(<i>ν</i>)<i>οσις</i> «[[κλονισμός]]» <span style="color: red;">+</span> [[φύλλον]].
|mltxt=[[ἐννοσίφυλλος]], -ον (Α)<br />επικ. τ. [[αντί]] <i>ενοσίφυλλος</i>, [[εινοσίφυλλος]]<br />(για δασώδη όρη) αυτός που έχει κινούμενα, σειόμενα φύλλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>έν</i>(<i>ν</i>)<i>οσις</i> «[[κλονισμός]]» <span style="color: red;">+</span> [[φύλλον]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐννοσίφυλλος:''' [[колеблющий листву]] (ἄνεμοι [[Simonides]] ap. Plut.).
}}
}}

Revision as of 19:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐννοσίφυλλος Medium diacritics: ἐννοσίφυλλος Low diacritics: εννοσίφυλλος Capitals: ΕΝΝΟΣΙΦΥΛΛΟΣ
Transliteration A: ennosíphyllos Transliteration B: ennosiphyllos Transliteration C: ennosifyllos Beta Code: e)nnosi/fullos

English (LSJ)

[ῐ], ον, = εἰνοσίφυλλος, Ep. for ἐνοσιφ-: ἀήτα Simon. 41.

German (Pape)

[Seite 848] p. = ἐνοσίφυλλος, blätterschüttelnd, vom Winde, Simonides bei Plut. Symp. 8, 3, 4; vgl. εἰνοσίφυλλος.

Russian (Dvoretsky)

ἐννοσίφυλλος: колеблющий листву (ἄνεμοι Simonides ap. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐννοσίφυλλος: -ον, = εἰνοσίφυλλος, Ἐπικ. ἀντὶ ἐνοσίφ-: ἐν Σιμωνίδ. 41 18 ἔκδ. Brg, ἐπὶ θυέλλης, ἥτις κάμνει τὰ φύλλα νὰ σείωνται.

Greek Monolingual

ἐννοσίφυλλος, -ον (Α)
επικ. τ. αντί ενοσίφυλλος, εινοσίφυλλος
(για δασώδη όρη) αυτός που έχει κινούμενα, σειόμενα φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έν(ν)οσις «κλονισμός» + φύλλον.