ἐξόγκωμα: Difference between revisions

From LSJ

ἀρχαιότερα τῆς διφθέρας λέγεις → you speak things older than the leather scroll

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />gonflement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξογκόω]].
|btext=ατος (τό) :<br />gonflement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξογκόω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξόγκωμα:''' ατος τό вздутие, возвышение: ἐ. λάϊνον Eur. каменный памятник.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξόγκωμα:''' -ατος, τό, οτιδήποτε πρησμένο, φουσκωμένο, υψωμένο, <i>ἐξ. λάϊνον</i>, [[σωρός]], [[οικοδόμημα]] από πέτρες, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἐξόγκωμα:''' -ατος, τό, οτιδήποτε πρησμένο, φουσκωμένο, υψωμένο, <i>ἐξ. λάϊνον</i>, [[σωρός]], [[οικοδόμημα]] από πέτρες, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξόγκωμα:''' ατος τό вздутие, возвышение: ἐ. λάϊνον Eur. каменный памятник.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐξόγκωμα]], ατος, τό, [from [[ἐξογκόω]]<br />[[anything]] [[swollen]], ἐξ. λάϊνον a [[mound]] of stones, Eur.
|mdlsjtxt=[[ἐξόγκωμα]], ατος, τό, [from [[ἐξογκόω]]<br />[[anything]] [[swollen]], ἐξ. λάϊνον a [[mound]] of stones, Eur.
}}
}}

Revision as of 19:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξόγκωμα Medium diacritics: ἐξόγκωμα Low diacritics: εξόγκωμα Capitals: ΕΞΟΓΚΩΜΑ
Transliteration A: exónkōma Transliteration B: exonkōma Transliteration C: eksogkoma Beta Code: e)co/gkwma

English (LSJ)

ατος, τό, anything raised or swollen, ἐ. λάϊνα cairns, E.HF1332; swelling, Hp.Epid.2.2.24.

German (Pape)

[Seite 884] τό, das Erhöhte, Angeschwellte, λάϊνα, Grabhügel, Eur. Herc. Fur. 1332.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
gonflement.
Étymologie: ἐξογκόω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξόγκωμα: ατος τό вздутие, возвышение: ἐ. λάϊνον Eur. каменный памятник.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξόγκωμα: τό, πᾶν ὑψούμενος ἢ ἐξογκούμενον πρᾶγμα, λαΐνοισί τ’ ἐξογκώμασι, λιθίνοις οἰκοδομήμασι, δηλ. βωμοῖς, ναοῖς, κλ., Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1332.

Greek Monolingual

το (AM ἐξόγκωμα) εξογκώ
ό,τι έχει σχηματιστεί από εξόγκωση ή ανύψωση
νεοελλ.
πρήξιμο.

Greek Monotonic

ἐξόγκωμα: -ατος, τό, οτιδήποτε πρησμένο, φουσκωμένο, υψωμένο, ἐξ. λάϊνον, σωρός, οικοδόμημα από πέτρες, σε Ευρ.

Middle Liddell

ἐξόγκωμα, ατος, τό, [from ἐξογκόω
anything swollen, ἐξ. λάϊνον a mound of stones, Eur.