ἐπικράτησις: Difference between revisions
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />victoire sur, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπικρατέω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />victoire sur, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπικρατέω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπικράτησις:''' εως (ᾰ) ἡ перевес, победа (παρέχειν τινὶ ἐπικράτησίν τινος Thuc.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπικράτησις:''' -εως, ἡ, [[νίκη]] [[έναντι]], <i>τινος</i>, σε Θουκ. | |lsmtext='''ἐπικράτησις:''' -εως, ἡ, [[νίκη]] [[έναντι]], <i>τινος</i>, σε Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 19:41, 3 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, A mastering, conquest of, Αἰγινητῶν Th.1.41. II. supreme power, ἡ τοῦ Καίσαρος ἐν τῇ Ῥώμῃ D.C.47.21. III. of things, prevalence, Gal.4.629, 19.488; ἡ οὐκ ἴση ἐ. Plot.5.7.2; ἐ. αἰθέρος, name given to the predominance of πῦρ τεχνικόν at the ἐκπύρωσις, Stoic.2.185.
German (Pape)
[Seite 953] ἡ, das Überwältigen, der Sieg, τῶν Αἰγινητῶν, über die Aeg., Thuc. 1, 41; Sp.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
victoire sur, gén..
Étymologie: ἐπικρατέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικράτησις: εως (ᾰ) ἡ перевес, победа (παρέχειν τινὶ ἐπικράτησίν τινος Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικράτησις: -εως, ἡ, τὸ ἐπικρατεῖν τινος, νικᾶν, καταβάλλειν, παρέσχεν ὑμῖν Αἰγινητῶν μὲν ἐπικράτησιν, Σαμίων δὲ κόλασιν Θουκ. 1. 41, πρβλ. Πολυδ. Θ΄, 142. ΙΙ. παντοδυναμία, κυριαρχία, κατὰ τὴν τοῦ Καίσαρος ἐν Ρώμῃ ἐπικράτησιν Δίων Κ. 47. 21. ΙΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ὑπερίσχυσις, κατὰ τὴν τῆς θηλείας ἐπικράτησιν Γαλην. τ. 4. σ. 629. 15 καὶ τ. 19. σ. 488. 4, κτλ.
Greek Monotonic
ἐπικράτησις: -εως, ἡ, νίκη έναντι, τινος, σε Θουκ.
Middle Liddell
ἐπικράτησις, εως
victory over, τινος Thuc.