ἐπινεφής: Difference between revisions

From LSJ

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0965.png Seite 965]] ές, bewölkt, dunkel, Theophr.; [[ἄνεμος]], Gewölk und Regen bringend, id.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0965.png Seite 965]] ές, bewölkt, dunkel, Theophr.; [[ἄνεμος]], Gewölk und Regen bringend, id.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπινεφής:''' [[облачный]] ([[ἀήρ]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπινεφής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> ο σκεπασμένος με σύννεφα, ο [[σκοτεινός]]<br /><b>2.</b> (για άνεμο) αυτός που μαζεύει τα σύννεφα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[νέφος]].
|mltxt=[[ἐπινεφής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> ο σκεπασμένος με σύννεφα, ο [[σκοτεινός]]<br /><b>2.</b> (για άνεμο) αυτός που μαζεύει τα σύννεφα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[νέφος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπινεφής:''' [[облачный]] ([[ἀήρ]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 19:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπινεφής Medium diacritics: ἐπινεφής Low diacritics: επινεφής Capitals: ΕΠΙΝΕΦΗΣ
Transliteration A: epinephḗs Transliteration B: epinephēs Transliteration C: epinefis Beta Code: e)pinefh/s

English (LSJ)

ές, A clouded, dark, (ἀήρ) Arist.Pr.941a5, Thphr.CP5.12.2; ἐπινεφῆ a clouded sky, Id.Vent.51. II. bringing clouds, (ἄνεμος)ib.4.

German (Pape)

[Seite 965] ές, bewölkt, dunkel, Theophr.; ἄνεμος, Gewölk und Regen bringend, id.

Russian (Dvoretsky)

ἐπινεφής: облачный (ἀήρ Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπινεφής: -ές, (νέφος) συννεφής, κεκαλυμμένος ὑπὸ νεφῶν, σκοτεινός, ἀὴρ Ἀριστ. Προβλ. 26. 8, 1, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 12, 2· ἐπινεφῆ, συννεφειά, ἐπινεφῆ καὶ αἰθρίαι ὁ αὐτ. π. Ἀνέμ. 51· ΙΙ. φέρων νέφη, ἐπινεφὴς καὶ ὑέτιος (ἄνεμος) αὐτόθι 4. ἐπινεφρίδιος, ον, (νεφρὸς) ὁ ἐπὶ τῶν νεφρῶν, δημόν... ἐπινεφρίδιον, «τὸ περὶ τοὺς νεφροὺς λίπος» (Σχόλ.) Ἰλ. Φ. 204.

Greek Monolingual

ἐπινεφής, -ές (Α)
1. ο σκεπασμένος με σύννεφα, ο σκοτεινός
2. (για άνεμο) αυτός που μαζεύει τα σύννεφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νέφος.