ἐριαύχην: Difference between revisions
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ην, εν ; <i>gén.</i> ενος;<br />qui porte la tête haute, qui relève la tête.<br />'''Étymologie:''' ἐρι-, [[αὐχήν]]. | |btext=ην, εν ; <i>gén.</i> ενος;<br />qui porte la tête haute, qui relève la tête.<br />'''Étymologie:''' ἐρι-, [[αὐχήν]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐριαύχην:''' εν, gen. ενος adj. имеющий крутую шею или высоко держащий голову (ἵπποι Hom.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐριαύχην:''' -ενος, ὁ, ἡ, αυτός που κρατά [[ψηλά]] τον αυχένα, λέγεται για τα άλογα, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἐριαύχην:''' -ενος, ὁ, ἡ, αυτός που κρατά [[ψηλά]] τον αυχένα, λέγεται για τα άλογα, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἐρι-]]αύχην, ενος, ὁ, ἡ,<br />with [[high]]-arching [[neck]], of horses, Il. | |mdlsjtxt=[[ἐρι-]]αύχην, ενος, ὁ, ἡ,<br />with [[high]]-arching [[neck]], of horses, Il. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 3 October 2022
English (LSJ)
ενος, ὁ, ἡ, with arched neck, opp. βυσαύχην, ἐριαύχενες ἵπποι Il.10.305, al., neverin Od.
German (Pape)
[Seite 1027] ενος, hoch-, starknackig, Il. 10, 305. 11, 509, Beiwort edler Rosse, mit hohem, stolzem Halse.
French (Bailly abrégé)
ην, εν ; gén. ενος;
qui porte la tête haute, qui relève la tête.
Étymologie: ἐρι-, αὐχήν.
Russian (Dvoretsky)
ἐριαύχην: εν, gen. ενος adj. имеющий крутую шею или высоко держащий голову (ἵπποι Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐριαύχην: -ενος, ὁ, ἡ, ἔχων ὑψηλόν, καμπύλον τράχηλον, ἐριαύχενες ἵπποι Ἰλ. Κ. 305, ἀλλ᾿ οὐδαμοῦ ἐν Ὀδ.· ἀντίθετον τῷ βυσαύχην. ― Καθ᾿ Ἡσύχ. «ἐριαύχενες· γαῦροι. μεγαλαύχενες. μεγάλοι, ἀπὸ μέρους».
English (Autenrieth)
ενος: with high-arching neck, epithet of steeds, Il. 11.159, Il. 10.305. (Il.)
English (Slater)
Greek Monolingual
ἐριαύχην, ὁ, ἡ (AM)
1. αυτός που έχει ψηλό αυχένα («ἐριαύχενες ἵπποι»)
2. υπερήφανος, καμαρωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + αυχήν].
Greek Monotonic
ἐριαύχην: -ενος, ὁ, ἡ, αυτός που κρατά ψηλά τον αυχένα, λέγεται για τα άλογα, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
ἐρι-αύχην, ενος, ὁ, ἡ,
with high-arching neck, of horses, Il.