ἐχινώδης: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1126.png Seite 1126]] ες, igelartig, stachlig; Arist. Mirab. 27 Strab. XII p. 545.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1126.png Seite 1126]] ες, igelartig, stachlig; Arist. Mirab. 27 Strab. XII p. 545.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐχῑνώδης:''' [[ежеподобный]] (τῶν μυῶν τινες Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[ἐχινώδης]], -ες) [[εχίνος]]<br />αυτός που μοιάζει με εχίνο, ο [[ακανθώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για τον θαλάσσιο βυθό) ο [[γεμάτος]] αχινούς<br /><b>αρχ.</b><br />[[τραχύς]], [[ανώμαλος]], [[αγκαθωτός]] («πᾶσαν τὴν τῆς πέτρας ἐπιφάνειαν ἐχινώδη καὶ ἀνεπίβατον [[εἶναι]] γυμνῷ ποδί», <b>Στράβ.</b>).
|mltxt=-ες (Α [[ἐχινώδης]], -ες) [[εχίνος]]<br />αυτός που μοιάζει με εχίνο, ο [[ακανθώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για τον θαλάσσιο βυθό) ο [[γεμάτος]] αχινούς<br /><b>αρχ.</b><br />[[τραχύς]], [[ανώμαλος]], [[αγκαθωτός]] («πᾶσαν τὴν τῆς πέτρας ἐπιφάνειαν ἐχινώδη καὶ ἀνεπίβατον [[εἶναι]] γυμνῷ ποδί», <b>Στράβ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐχῑνώδης:''' [[ежеподобный]] (τῶν μυῶν τινες Arst.).
}}
}}

Revision as of 20:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχῑνώδης Medium diacritics: ἐχινώδης Low diacritics: εχινώδης Capitals: ΕΧΙΝΩΔΗΣ
Transliteration A: echinṓdēs Transliteration B: echinōdēs Transliteration C: echinodis Beta Code: e)xinw/dhs

English (LSJ)

ες, prickly, like a hedgehog, Arist. Mir.832b3, cf. Ar.Byz. Epit.109.9: generally, rugged, Str.12.3.11.

German (Pape)

[Seite 1126] ες, igelartig, stachlig; Arist. Mirab. 27 Strab. XII p. 545.

Russian (Dvoretsky)

ἐχῑνώδης: ежеподобный (τῶν μυῶν τινες Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐχῑνώδης: -ες, (εἶδος) ἀκανθώδης, ὅμοιος ἐχίνῳ (ἀκανθοχοίρῳ), Ἀριστ. π. Θαυμ. 28· καθόλου, τραχύς, Στράβ. 545.

Greek Monolingual

-ες (Α ἐχινώδης, -ες) εχίνος
αυτός που μοιάζει με εχίνο, ο ακανθώδης
νεοελλ.
(για τον θαλάσσιο βυθό) ο γεμάτος αχινούς
αρχ.
τραχύς, ανώμαλος, αγκαθωτός («πᾶσαν τὴν τῆς πέτρας ἐπιφάνειαν ἐχινώδη καὶ ἀνεπίβατον εἶναι γυμνῷ ποδί», Στράβ.).