ἐχινώδης

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχῑνώδης Medium diacritics: ἐχινώδης Low diacritics: εχινώδης Capitals: ΕΧΙΝΩΔΗΣ
Transliteration A: echinṓdēs Transliteration B: echinōdēs Transliteration C: echinodis Beta Code: e)xinw/dhs

English (LSJ)

ἐχινῶδες, prickly, like a hedgehog, Arist. Mir.832b3, cf. Ar.Byz. Epit.109.9: generally, rugged, Str.12.3.11.

German (Pape)

[Seite 1126] ες, igelartig, stachlig; Arist. Mirab. 27 Strab. XII p. 545.

Russian (Dvoretsky)

ἐχῑνώδης: ежеподобный (τῶν μυῶν τινες Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐχῑνώδης: -ες, (εἶδος) ἀκανθώδης, ὅμοιος ἐχίνῳ (ἀκανθοχοίρῳ), Ἀριστ. π. Θαυμ. 28· καθόλου, τραχύς, Στράβ. 545.

Greek Monolingual

-ες (Α ἐχινώδης, -ες) εχίνος
αυτός που μοιάζει με εχίνο, ο ακανθώδης
νεοελλ.
(για τον θαλάσσιο βυθό) ο γεμάτος αχινούς
αρχ.
τραχύς, ανώμαλος, αγκαθωτός («πᾶσαν τὴν τῆς πέτρας ἐπιφάνειαν ἐχινώδη καὶ ἀνεπίβατον εἶναι γυμνῷ ποδί», Στράβ.).