ἐχομένως: Difference between revisions
ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1126.png Seite 1126]] adv. zu ἐχόμενος, unmittelbar darauf; λέγειν Apolld. 3, 1, 1; a. Sp.; τινός, gleich nach Einem, D. L. 4, 23. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1126.png Seite 1126]] adv. zu ἐχόμενος, unmittelbar darauf; λέγειν Apolld. 3, 1, 1; a. Sp.; τινός, gleich nach Einem, D. L. 4, 23. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐχομένως:''' [[ἔχω]] 9] вслед, непосредственно ([[ἐφεξῆς]] καὶ ἑ. Plut.): ἐ. τινός Diog. L. непосредственно за кем-л. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐχομένως]] και ἐχόμενα (ΑΜ)<br />(επίρρ. από τη μτχ. ενεστ. του έχομαι)<br />(με γεν.) [[αμέσως]], [[έπειτα]], [[κατόπιν]], εν συνεχεία, σε άμεση [[επαφή]], σε [[προέκταση]]<br /><b>αρχ.</b><br />(με γεν.)<br /><b>1.</b> [[πλησίον]], [[κοντά]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[μαζί]] με κάποιον, στο [[σπίτι]] κάποιου. | |mltxt=[[ἐχομένως]] και ἐχόμενα (ΑΜ)<br />(επίρρ. από τη μτχ. ενεστ. του έχομαι)<br />(με γεν.) [[αμέσως]], [[έπειτα]], [[κατόπιν]], εν συνεχεία, σε άμεση [[επαφή]], σε [[προέκταση]]<br /><b>αρχ.</b><br />(με γεν.)<br /><b>1.</b> [[πλησίον]], [[κοντά]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[μαζί]] με κάποιον, στο [[σπίτι]] κάποιου. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 3 October 2022
English (LSJ)
Adv. pres. part. of ἔχομαι, = ἐφεξῆς, prob. in Epicur. Ep.2p.40U., cf. Apollod.3.1.1, Ph.1.84, A.D.Pron.101.6, Bito 57.1, Petos. ap. Vett.Val.332.32, etc.; ἐ. τινός next after him, D.L.4.23.
German (Pape)
[Seite 1126] adv. zu ἐχόμενος, unmittelbar darauf; λέγειν Apolld. 3, 1, 1; a. Sp.; τινός, gleich nach Einem, D. L. 4, 23.
Russian (Dvoretsky)
ἐχομένως: ἔχω 9] вслед, непосредственно (ἐφεξῆς καὶ ἑ. Plut.): ἐ. τινός Diog. L. непосредственно за кем-л.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχομένως: Ἐπίρρ. τοῦ ἔχομαι, = ἐφεξῆς. Ἀπολλόδ. 3. 1, 1. Ἀπολλων. περὶ Ἀντωνυμ. 128Β· ἐχομένως τινός, κατόπιν μετά τινα, Διογ. Λ. 4. 23.
Greek Monolingual
ἐχομένως και ἐχόμενα (ΑΜ)
(επίρρ. από τη μτχ. ενεστ. του έχομαι)
(με γεν.) αμέσως, έπειτα, κατόπιν, εν συνεχεία, σε άμεση επαφή, σε προέκταση
αρχ.
(με γεν.)
1. πλησίον, κοντά σε κάτι
2. μαζί με κάποιον, στο σπίτι κάποιου.