ἐχιδναῖος: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de vipère.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχιδνα]].
|btext=α, ον :<br />de vipère.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχιδνα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐχιδναῖος:''' [[змеиный]] ([[χόλος]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐχιδναῖος:''' -α, -ον, αυτός που ανήκει ή είναι όμοιος με την [[οχιά]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἐχιδναῖος:''' -α, -ον, αυτός που ανήκει ή είναι όμοιος με την [[οχιά]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐχιδναῖος:''' [[змеиный]] ([[χόλος]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐχιδναῖος]], η, ον<br />of or like a [[viper]], Anth.
|mdlsjtxt=[[ἐχιδναῖος]], η, ον<br />of or like a [[viper]], Anth.
}}
}}

Revision as of 20:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχιδναῖος Medium diacritics: ἐχιδναῖος Low diacritics: εχιδναίος Capitals: ΕΧΙΔΝΑΙΟΣ
Transliteration A: echidnaîos Transliteration B: echidnaios Transliteration C: echidnaios Beta Code: e)xidnai=os

English (LSJ)

α, ον, A of or like a viper, χόλος AP7.71 (Gaet.). 2 snaky, κόρυμβος Nonn.D.14.216. II pr. Adj. Ἐχιδναῖος, Ἐχιδναῖα, Ἐχιδναῖον, born of Echidna, δάκετον Call.Fr.161.

German (Pape)

[Seite 1126] von der Natter, zu der Natter gehörig, χόλος Gaetul. 6 (VII, 71); κόρυμβος Nonn. D. 14, 216 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de vipère.
Étymologie: ἔχιδνα.

Russian (Dvoretsky)

ἐχιδναῖος: змеиный (χόλος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐχιδναῖος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς ἔχιδναν ἢ ὅμοιος ἐχίδνῃ, Καλλ. Ἀποσπ. 161, Ἀνθ. Π. 7. 71.

Greek Monolingual

ἐχιδναῖος, -α, -ον (Α) έχιδνα
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έχιδνα
2. μτφ. αυτός που δηλητηριάζει όπως η έχιδνα («Μοῦσαν ἐχιδναίῳ... ἔβαψε χόλῳ», Ανθ. Παλ.)
3. αυτός που μοιάζει με φίδι («ἐχιδναῖοισι κορύμβοις», Νόνν.)
4. ο γεννημένος από την Έχιδνα, χθόνιο τέρας τών αρχαίων, Νόνν.).

Greek Monotonic

ἐχιδναῖος: -α, -ον, αυτός που ανήκει ή είναι όμοιος με την οχιά, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἐχιδναῖος, η, ον
of or like a viper, Anth.