ὀπισθόγραφος: Difference between revisions
τότ' ἦν ἐγώ σοι πάνθ', ὅτε φαύλως ἔπραττες → At the time you were doing badly, I used to be everything for you (Menander, Woman of Samos 380)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />écrit sur le revers.<br />'''Étymologie:''' [[ὄπισθεν]], [[γράφω]]. | |btext=ος, ον :<br />écrit sur le revers.<br />'''Étymologie:''' [[ὄπισθεν]], [[γράφω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀπισθόγρᾰφος:''' [[исписанный на обороте]] ([[βιβλίον]] Luc.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀπισθόγρᾰφος:''' -ον, [[γραμμένος]] στην [[πίσω]] [[πλευρά]] σελίδας ή εξώφυλλου, σε Λουκ. | |lsmtext='''ὀπισθόγρᾰφος:''' -ον, [[γραμμένος]] στην [[πίσω]] [[πλευρά]] σελίδας ή εξώφυλλου, σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὀπισθό-γρᾰφος, ον,<br />written on the [[back]], or [[cover]], Luc. | |mdlsjtxt=ὀπισθό-γρᾰφος, ον,<br />written on the [[back]], or [[cover]], Luc. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:40, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, written on the back as well as the front, of papyrus rolls, Plin.Ep.3.5.17, Luc.Vit. Auct.9, Ulp.in Dig.37.11.4, Gloss.
German (Pape)
[Seite 358] hinten, auf der Rückseite beschrieben, Luc. vit. auct. 9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
écrit sur le revers.
Étymologie: ὄπισθεν, γράφω.
Russian (Dvoretsky)
ὀπισθόγρᾰφος: исписанный на обороте (βιβλίον Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀπισθόγρᾰφος: -ον, ὁ γεγραμμένος ἐπὶ τοῦ ὄπισθεν μέρους ἢ ἐπὶ τοῦ καλύμματος, βιβλίον Λουκ. Βίων πρᾶσις 9, - τὸ τοῦ Ἰουβεναλίου scriptus et in tergo.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὀπισθόγραφος, -ον)
νεοελλ.
ο γραμμένος στην πίσω σελίδα ενός τίτλου
αρχ.
ο γραμμένος στο πίσω μέρος ενός παπύρου, στο κάλυμμά του.
επίρρ...
οπισθογράφως
με οπισθογράφηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + -γραφος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].
ο, η
αυτός που κάνει οπισθογράφηση ενός τίτλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. opisthograph (< οπισθο- + -γράφος). Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].
Greek Monotonic
ὀπισθόγρᾰφος: -ον, γραμμένος στην πίσω πλευρά σελίδας ή εξώφυλλου, σε Λουκ.