ἱκετήσιος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />protecteur des suppliants.<br />'''Étymologie:''' [[ἱκέτης]].
|btext=α, ον :<br />protecteur des suppliants.<br />'''Étymologie:''' [[ἱκέτης]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἱκετήσιος:''' (ῐκ) охраняющий ищущих защиты, заступник просящих убежища ([[Ζεύς]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἱκετήσιος:''' [ῐ], -α, -ον, επίθ. του [[Δία]], [[προστάτης]] [[θεός]] των ικετών, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἱκετήσιος:''' [ῐ], -α, -ον, επίθ. του [[Δία]], [[προστάτης]] [[θεός]] των ικετών, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἱκετήσιος:''' (ῐκ) охраняющий ищущих защиты, заступник просящих убежища ([[Ζεύς]] Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἱ˘κετήσιος, η, ον<br />[[epithet]] of [[Zeus]], as [[tutelary]] god of suppliants, Od.
|mdlsjtxt=ἱ˘κετήσιος, η, ον<br />[[epithet]] of [[Zeus]], as [[tutelary]] god of suppliants, Od.
}}
}}

Revision as of 21:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱκετήσιος Medium diacritics: ἱκετήσιος Low diacritics: ικετήσιος Capitals: ΙΚΕΤΗΣΙΟΣ
Transliteration A: hiketḗsios Transliteration B: hiketēsios Transliteration C: iketisios Beta Code: i(keth/sios

English (LSJ)

α, ον, epithet of Zeus,= ἱκέσιος, 13.213. II suppliant, Nonn. D.36.379.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
protecteur des suppliants.
Étymologie: ἱκέτης.

Russian (Dvoretsky)

ἱκετήσιος: (ῐκ) охраняющий ищущих защиты, заступник просящих убежища (Ζεύς Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἱκετήσιος: ῐ, α, ον, ἐπίθετ. τοῦ Διὸς ὡς θεοῦ προστάτου τῶν ἱκετῶν, Ὀδ. Ν. 213. ΙΙ. ὡς τὸ ἱκέσιος, Νόνν. Δ. 36. 379.

English (Autenrieth)

of suppliants, protector of suppliants, epithet of Zeus, Od. 13.213†.

Greek Monolingual

ἱκετήσιος, -ία, -ον (Α)
1. (ως επίθ. του Διός) Ἱκετήσιος
ο προστάτης τών ικετών
2. το αρσ. ως ουσ.ἱκετήσιος
ο ικέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκέτης + κατάλ. -ησιος (πρβλ. βιοτήσιος, φιλοτήσιος)].

Greek Monotonic

ἱκετήσιος: [ῐ], -α, -ον, επίθ. του Δία, προστάτης θεός των ικετών, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ἱ˘κετήσιος, η, ον
epithet of Zeus, as tutelary god of suppliants, Od.