ὀρροπύγιον: Difference between revisions

From LSJ

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> extrémité de la colonne vertébrale, <i>particul.</i> croupion d’un oiseau;<br /><b>2</b> nageoire de poisson;<br /><b>3</b> organe auquel s'adapte le dard d’un cousin.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρνυμι]], [[πυγή]].
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> extrémité de la colonne vertébrale, <i>particul.</i> croupion d’un oiseau;<br /><b>2</b> nageoire de poisson;<br /><b>3</b> organe auquel s'adapte le dard d’un cousin.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρνυμι]], [[πυγή]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρροπύγιον:''' (ῡ) τό<br /><b class="num">1)</b> [[гузка]] (οἱ ὄρνιθες οὐρὰν μὲν οὐκ ἔχουσιν, ὀ. δέ Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[хвостовой плавник]] (τῆς σηπίας Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[задняя оконечность брюшка]] (τῆς ἐμπίδος Arph.);<br /><b class="num">4)</b> [[осиное жало]] Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀρροπύγιον:''' [ῡ], τό, [[άκρο]] οστού όπου βγαίνουν τα φτερά της ουράς του πουλιού· γενικά, η [[ουρά]] ή το [[οστό]] [[κόκκυγας]] στην [[απόληξη]] της σπονδυλικής στήλης [[κάθε]] ζώου, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ὀρροπύγιον:''' [ῡ], τό, [[άκρο]] οστού όπου βγαίνουν τα φτερά της ουράς του πουλιού· γενικά, η [[ουρά]] ή το [[οστό]] [[κόκκυγας]] στην [[απόληξη]] της σπονδυλικής στήλης [[κάθε]] ζώου, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρροπύγιον:''' (ῡ) τό<br /><b class="num">1)</b> [[гузка]] (οἱ ὄρνιθες οὐρὰν μὲν οὐκ ἔχουσιν, ὀ. δέ Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[хвостовой плавник]] (τῆς σηπίας Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[задняя оконечность брюшка]] (τῆς ἐμπίδος Arph.);<br /><b class="num">4)</b> [[осиное жало]] Arph.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀρρο-πύ¯γιον, ου, τό,<br />the [[rump]] of birds:—[[generally]], the [[tail]] or [[rump]] of any [[animal]], Ar.
|mdlsjtxt=ὀρρο-πύ¯γιον, ου, τό,<br />the [[rump]] of birds:—[[generally]], the [[tail]] or [[rump]] of any [[animal]], Ar.
}}
}}

Revision as of 21:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρροπῡ́γιον Medium diacritics: ὀρροπύγιον Low diacritics: ορροπύγιον Capitals: ΟΡΡΟΠΥΓΙΟΝ
Transliteration A: orropýgion Transliteration B: orropygion Transliteration C: orropygion Beta Code: o)rropu/gion

English (LSJ)

[ῡ], Ion. ὀρσοπύγιον GDI5702.35 (Samos, iv B. C.), τό: (ὄρρος):—pygostyle, rump of birds, in which the tail-feathers are set, Arist. HA504a32,618b33, al. (with vv.ll. οὐροπύγιον, ὀροπύγιον, cf. τοὐροπύγιον in Phld. Rh.2.189 S., but ὀρροπύγιον is certain in IG22.1498.27 (Athens, iv B. C.)); of the sepia, Arist.HA525a12: generally, rear, tail, rump of any animal, Ar.V.1075, Nu.162.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 extrémité de la colonne vertébrale, particul. croupion d’un oiseau;
2 nageoire de poisson;
3 organe auquel s'adapte le dard d’un cousin.
Étymologie: ὄρνυμι, πυγή.

Russian (Dvoretsky)

ὀρροπύγιον: (ῡ) τό
1) гузка (οἱ ὄρνιθες οὐρὰν μὲν οὐκ ἔχουσιν, ὀ. δέ Arst.);
2) хвостовой плавник (τῆς σηπίας Arst.);
3) задняя оконечность брюшка (τῆς ἐμπίδος Arph.);
4) осиное жало Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρροπύγιον: [ῡ], τό, τὸ ἄκρον τοῦ κόκκυγος λεγομένου ὀστοῦ τῶν πτηνῶν, ὅθεν φύονται τὰ πτερὰ τῆς οὐρᾶς, κοινῶς «κωλοκούκουρον», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 12, 9., 9. 32, 3 καὶ 5 (ἔνθα ὁ Βεκκῆρ. διατηρεῖ οὐροπ-, ἀλλ’ ἴδε Cobet V. LL. 278)· - τὸ οὐραῖον πτερύγιον τῶν ἰχθύων, αὐτόθι 4. 1. 25· - καθόλου, ἡ οὐρὰ ἢ ὁ γλουτὸς παντὸς ζῴου, Ἀριστοφ. Σφ. 1075, Νεφ. 162.

Greek Monolingual

ὀρροπύγιον και οὐροπύγιον και ιων. τ. ὀρσοπύγιον, τὸ (Α)
1. το κάτω άκρο του οστού του κόκκυγος, ιδίως τών πτηνών, όπου φυτρώνουν τα φτερά της ουράς
2. η ουρά ή ο γλουτός κάθε ζώου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρρος «το άκρο του ιερού οστού» + -πύγιον (< πυγή «γλουτός»), πρβλ. ορθο-πύγιον].

Greek Monotonic

ὀρροπύγιον: [ῡ], τό, άκρο οστού όπου βγαίνουν τα φτερά της ουράς του πουλιού· γενικά, η ουρά ή το οστό κόκκυγας στην απόληξη της σπονδυλικής στήλης κάθε ζώου, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ὀρρο-πύ¯γιον, ου, τό,
the rump of birds:—generally, the tail or rump of any animal, Ar.