ὑμνητός: Difference between revisions

From LSJ

χωρὶς ὑγιείας βίος ἄβιος ἐστίwithout health life is no-life, without health life is unlivable

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />digne d’être chanté <i>ou</i> célébré.<br />'''Étymologie:''' [[ὑμνέω]].
|btext=ή, όν :<br />digne d’être chanté <i>ou</i> célébré.<br />'''Étymologie:''' [[ὑμνέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑμνητός:''' [adj. verb. к [[ὑμνέω]] достойный прославления ([[ἀνήρ]] Pind.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑμνητός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[ὑμνέω]], εξυμνούμενος, εγκωμιαζόμενος, δοξολογούμενος, σε Πίνδ.
|lsmtext='''ὑμνητός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[ὑμνέω]], εξυμνούμενος, εγκωμιαζόμενος, δοξολογούμενος, σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑμνητός:''' [adj. verb. к [[ὑμνέω]] достойный прославления ([[ἀνήρ]] Pind.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὑμνητός]], ή, όν verb. adj. of [[ὑμνέω]]<br />sung of, praised, lauded, Pind.
|mdlsjtxt=[[ὑμνητός]], ή, όν verb. adj. of [[ὑμνέω]]<br />sung of, praised, lauded, Pind.
}}
}}

Revision as of 21:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑμνητός Medium diacritics: ὑμνητός Low diacritics: υμνητός Capitals: ΥΜΝΗΤΟΣ
Transliteration A: hymnētós Transliteration B: hymnētos Transliteration C: ymnitos Beta Code: u(mnhto/s

English (LSJ)

ή, όν, sung of, praised, lauded, εὐδαίμων καὶ ὑ. Pi.P.10.22, cf. 11.61, LXXDa.3.56.

German (Pape)

[Seite 1178] adj. verb. von ὑμνέω, besungen, gepriesen, preiswürdig; Pind. ἀνὴρ εὐδαίμων καὶ ὑμνητός, P. 10, 22, vgl. 11, 61.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
digne d’être chanté ou célébré.
Étymologie: ὑμνέω.

Russian (Dvoretsky)

ὑμνητός: [adj. verb. к ὑμνέω достойный прославления (ἀνήρ Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑμνητός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., ἐξυμνούμενος, ἐπαινούμενος, εὐδαίμων καὶ ὑμν. Πινδ. Π. 10. 34, πρβλ. 11. 93.

English (Slater)

ὑμνητός celebrated in song εὐδαίμων δὲ καὶ ὑμνητὸς οὗτος ἀνὴρ γίνεται σοφοῖς (P. 10.22) Ἰόλαον, ὑμνητὸν ἐόντα (P. 11.61)

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α ὑμνῶ
αυτός που εξυμνείται, που επαινείται.

Greek Monotonic

ὑμνητός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του ὑμνέω, εξυμνούμενος, εγκωμιαζόμενος, δοξολογούμενος, σε Πίνδ.

Middle Liddell

ὑμνητός, ή, όν verb. adj. of ὑμνέω
sung of, praised, lauded, Pind.