ὑπερφωνέω: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />parler plus haut que, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[φωνέω]].
|btext=-ῶ :<br />parler plus haut que, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[φωνέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερφωνέω:''' [[покрывать]] (своим) голосом, заглушать: ὑ. τινα Luc. перекричать кого-л.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερφωνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[υπερέχω]] κάποιου φωνάζοντας δυνατώτερα απ' αυτόν, <i>τινά</i>, σε Λουκ.
|lsmtext='''ὑπερφωνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[υπερέχω]] κάποιου φωνάζοντας δυνατώτερα απ' αυτόν, <i>τινά</i>, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερφωνέω:''' [[покрывать]] (своим) голосом, заглушать: ὑ. τινα Luc. перекричать кого-л.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to outbawl, τινά Luc.
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to outbawl, τινά Luc.
}}
}}

Revision as of 22:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερφωνέω Medium diacritics: ὑπερφωνέω Low diacritics: υπερφωνέω Capitals: ΥΠΕΡΦΩΝΕΩ
Transliteration A: hyperphōnéō Transliteration B: hyperphōneō Transliteration C: yperfoneo Beta Code: u(perfwne/w

English (LSJ)

A speak exceedingly well, Philostr.VS1 Prooem. II trans., outbawl, τινα Luc.Rh.Pr.13; οἰμωγὴ ὑ. τὸν τῶν σαλπίγγων ἦχον J.AJ11.4.2: metaph., outdo, Philostr.VA5.7, cf. Jul.Or.6.182a; τὸ Θηβῶν πάθος ὑ. τοὺς Ἕλληνας Him.Ecl.2.4. 2 sing loudly, αἴνεσιν LXX Ju.15.14 (16.1).

German (Pape)

[Seite 1204] übermäßig laut sprechen, LXX.; – überschreien, τινά, Luc. rhet. praec. 13.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
parler plus haut que, acc..
Étymologie: ὑπέρ, φωνέω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερφωνέω: покрывать (своим) голосом, заглушать: ὑ. τινα Luc. перекричать кого-л.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερφωνέω: ὁμιλῶ φωνάζων δυνατά, ὁμιλῶ μὲ μεγάλην φωνήν, τῶν ῥητόρων τοὺς ὑπερφωνοῦντας Φιλόστρ. 484, Ἐκκλ. ΙΙ. μεταβ., ὑπερβάλλω τινὰ κατὰ τὴν φωνήν, ὑπερτερῶ φωνάζων δυνατώτερα, τινα Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 13· - μεταφορ., ὑπερβάλλω, ὑπερτερῶ, νικῶ, τὸ περὶ τὴν τομὴν ἔργον ὑπερφωνεῖν δοκεῖ τὰ Νέρωνος πάντα Φιλόστρ. 194.

Greek Monotonic

ὑπερφωνέω: μέλ. -ήσω, υπερέχω κάποιου φωνάζοντας δυνατώτερα απ' αυτόν, τινά, σε Λουκ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to outbawl, τινά Luc.