ὑπόλισπος: Difference between revisions
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />un peu plat, un peu maigre.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[λίσπος]]. | |btext=ος, ον :<br />un peu plat, un peu maigre.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[λίσπος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπόλισπος:''' атт. [[ὑπόλισφος]] 2 несколько вытертый, разглаженный (πυγίδια Arph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπόλισπος:''' Αττ. -λισφος, <i>-ον</i>, κάπως [[λείος]], [[τριμμένος]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ὑπόλισπος:''' Αττ. -λισφος, <i>-ον</i>, κάπως [[λείος]], [[τριμμένος]], σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὑπό-λισπος, αττιξ -λισφος, ον,<br />[[somewhat]] [[smooth]], [[worn]] [[smooth]], Ar. | |mdlsjtxt=ὑπό-λισπος, αττιξ -λισφος, ον,<br />[[somewhat]] [[smooth]], [[worn]] [[smooth]], Ar. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:13, 3 October 2022
English (LSJ)
Att. ὑπόλισφος, ον, flat underneath, πυγίδια Ar.Eq. 1368; τὰ ὑπὸ τῷ ἰσχίῳ μήτε ὑπόλισφα ἔστω μήτ' αὖ περιττά Philostr. Gym.35; of persons, flat-hipped, Poll.2.184, Phryn.PS p.117B.; (παρθένοι) Ruf. ap. Orib.inc.2.24.
German (Pape)
[Seite 1224] etwas glatt, schlüpfrig, πυγίδια Ar. Equ. 1365.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
un peu plat, un peu maigre.
Étymologie: ὑπό, λίσπος.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόλισπος: атт. ὑπόλισφος 2 несколько вытертый, разглаженный (πυγίδια Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόλισπος: Ἀττικ. -λισφος, ον, τετριμμένος πως ἢ ἐστενωμένος, ἐπὶ τῆς πυγῆς τῶν ἐρετῶν, διὰ τὴν συνεχῆ εἰρεσίαν, - πρῶτον μὲν ὁπόσοι ναῦς ἐλαύνουσιν μακράς, καταγομένοις τὸν μισθὸν ἀποδώσω ’ντελῆ. - ΑΓ. πολλοῖς γ’ ὑπολίσποις πυγιδίοισιν ἐχαρίσω Ἀριστοφ. Ἱππ. 1368, πρβλ. Πολυδ. Β΄, 184, Α. Β. 68.
Greek Monolingual
και αττ. τ. ὑπόλισφος, -ον, Α
(ως κωμικός χαρακτηρισμός τών γλουτών τών κωπηλατών) πεπλατυσμένος στην κάτω επιφάνεια («πολλοῖς γ' ὑπολίσποις πυγιδίοισιν ἐχαρίσω», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + λίσπος / λίσφος «λείος»].
Greek Monotonic
ὑπόλισπος: Αττ. -λισφος, -ον, κάπως λείος, τριμμένος, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ὑπό-λισπος, αττιξ -λισφος, ον,
somewhat smooth, worn smooth, Ar.