ὑψίπους: Difference between revisions
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> ίποδος<br />aux pieds élevés ; élevé ; sublime.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[πούς]]. | |btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> ίποδος<br />aux pieds élevés ; élevé ; sublime.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[πούς]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑψίπους:''' 2, gen. ποδος досл. высоконогий, перен. возвышенный, высокий (νόμοι Soph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑψίπους:''' ὁ, ἡ, αυτός που πατάει [[ψηλά]], δηλ. ψηλός, δεσπόζων, σε Σοφ. | |lsmtext='''ὑψίπους:''' ὁ, ἡ, αυτός που πατάει [[ψηλά]], δηλ. ψηλός, δεσπόζων, σε Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὑψί-πους,<br />[[high]]-footed, i. e. [[high]]-reared, [[lofty]], Soph. | |mdlsjtxt=ὑψί-πους,<br />[[high]]-footed, i. e. [[high]]-reared, [[lofty]], Soph. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:15, 3 October 2022
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. ποδος, high-footed, i.e. high-reared, lofty, νόμοι S.OT866 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén. ίποδος
aux pieds élevés ; élevé ; sublime.
Étymologie: ὕψι, πούς.
Russian (Dvoretsky)
ὑψίπους: 2, gen. ποδος досл. высоконогий, перен. возвышенный, высокий (νόμοι Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑψίπους: ὁ, ἡ, ὁ ὑψηλὰ πατῶν, ὑψηλός, Λατ. sublimis, νόμοι… ὑψίποδες, ὑψοῦ πατοῦντες, ὑψηλοί, Σοφ. Ο. Τ. 866, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb.
Greek Monolingual
-ουν, Α
1. αυτός που έχει ψηλά πόδια
2. μτφ. (για νόμο) αυτός που είναι ανώτερος από την ανθρώπινη αυθαιρεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + πούς, ποδός (πρβλ. ἀρτί-πους)].
Greek Monotonic
ὑψίπους: ὁ, ἡ, αυτός που πατάει ψηλά, δηλ. ψηλός, δεσπόζων, σε Σοφ.