ὑψίπους: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> ίποδος<br />aux pieds élevés ; élevé ; sublime.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[πούς]].
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> ίποδος<br />aux pieds élevés ; élevé ; sublime.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[πούς]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑψίπους:''' 2, gen. ποδος досл. высоконогий, перен. возвышенный, высокий (νόμοι Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑψίπους:''' ὁ, ἡ, αυτός που πατάει [[ψηλά]], δηλ. ψηλός, δεσπόζων, σε Σοφ.
|lsmtext='''ὑψίπους:''' ὁ, ἡ, αυτός που πατάει [[ψηλά]], δηλ. ψηλός, δεσπόζων, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑψίπους:''' 2, gen. ποδος досл. высоконогий, перен. возвышенный, высокий (νόμοι Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑψί-πους,<br />[[high]]-footed, i. e. [[high]]-reared, [[lofty]], Soph.
|mdlsjtxt=ὑψί-πους,<br />[[high]]-footed, i. e. [[high]]-reared, [[lofty]], Soph.
}}
}}

Revision as of 22:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐπους Medium diacritics: ὑψίπους Low diacritics: υψίπους Capitals: ΥΨΙΠΟΥΣ
Transliteration A: hypsípous Transliteration B: hypsipous Transliteration C: ypsipous Beta Code: u(yi/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. ποδος, high-footed, i.e. high-reared, lofty, νόμοι S.OT866 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. ίποδος
aux pieds élevés ; élevé ; sublime.
Étymologie: ὕψι, πούς.

Russian (Dvoretsky)

ὑψίπους: 2, gen. ποδος досл. высоконогий, перен. возвышенный, высокий (νόμοι Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίπους: ὁ, ἡ, ὁ ὑψηλὰ πατῶν, ὑψηλός, Λατ. sublimis, νόμοι… ὑψίποδες, ὑψοῦ πατοῦντες, ὑψηλοί, Σοφ. Ο. Τ. 866, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb.

Greek Monolingual

-ουν, Α
1. αυτός που έχει ψηλά πόδια
2. μτφ. (για νόμο) αυτός που είναι ανώτερος από την ανθρώπινη αυθαιρεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + πούς, ποδός (πρβλ. ἀρτί-πους)].

Greek Monotonic

ὑψίπους: ὁ, ἡ, αυτός που πατάει ψηλά, δηλ. ψηλός, δεσπόζων, σε Σοφ.

Middle Liddell

ὑψί-πους,
high-footed, i. e. high-reared, lofty, Soph.