πολυπλάσιος: Difference between revisions
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1") |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0668.png Seite 668]] = [[πολλαπλάσιος]], als [[varia lectio|v.l.]] Arist. anal. post. 1, 12, LXX. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0668.png Seite 668]] = [[πολλαπλάσιος]], als [[varia lectio|v.l.]] Arist. anal. post. 1, 12, LXX. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=πολυπλάσιος -α -ον zie πολλαπλάσιος. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 22: | Line 22: | ||
|lsmtext='''πολυπλάσιος:''' -α, -ον, μεταγεν. αντί <i>πολλα-[[πλάσιος]]</i>, σε Ανθ. | |lsmtext='''πολυπλάσιος:''' -α, -ον, μεταγεν. αντί <i>πολλα-[[πλάσιος]]</i>, σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πολυπλάσιος''': -α, -ον, μεταγεν. [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ [[πολλαπλάσιος]], Ἀνθ. Π. 6. 152· οὕτω, πολυπλᾰσίων, ον, πιθανῶς ὑπὸ ἀντιγραφέων εἰσαχθὲν εἰς Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. 188 (177)· ― [[ἐντεῦθεν]], πολυπλᾰσιάζω, Ἡρῳδιαν. 8. 2, διάφ. γραφ. ἐν Πλουτ. 2. 388D· καὶ πολυπλᾰσιασμός, ὁ, Πλούτ. 2. 1020C, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 217. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=πολυ-πλάσιος, η, ον [[late]] for [[πολλαπλάσιος]], Anth.] | |mdlsjtxt=πολυ-πλάσιος, η, ον [[late]] for [[πολλαπλάσιος]], Anth.] | ||
}} | }} |
Revision as of 18:05, 6 October 2022
English (LSJ)
α, ον, = πολλαπλ-, AP6.152 (Agis), LXX 2 Ma.9.16, Alex.Aphr.de An. 123.33, Them.Or.6.74c.
German (Pape)
[Seite 668] = πολλαπλάσιος, als v.l. Arist. anal. post. 1, 12, LXX.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυπλάσιος -α -ον zie πολλαπλάσιος.
Greek Monolingual
-ία, -ον, ΜΑ
πολλαπλάσιος, πολύ περισσότερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πλάσιος (πρβλ. πολλα-πλάσιος)].
Greek Monotonic
πολυπλάσιος: -α, -ον, μεταγεν. αντί πολλα-πλάσιος, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
πολυπλάσιος: -α, -ον, μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ πολλαπλάσιος, Ἀνθ. Π. 6. 152· οὕτω, πολυπλᾰσίων, ον, πιθανῶς ὑπὸ ἀντιγραφέων εἰσαχθὲν εἰς Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. 188 (177)· ― ἐντεῦθεν, πολυπλᾰσιάζω, Ἡρῳδιαν. 8. 2, διάφ. γραφ. ἐν Πλουτ. 2. 388D· καὶ πολυπλᾰσιασμός, ὁ, Πλούτ. 2. 1020C, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 217.
Middle Liddell
πολυ-πλάσιος, η, ον late for πολλαπλάσιος, Anth.]