γυμνωτέος: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[γυμνόω]].
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[γυμνόω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''γυμνωτέος''': , -ον, ὃν πρέπει να ἀπογυμνώσῃ ἢ νὰ ἀποστερήσῃ τις, τινὸς Πλάτ. Πολιτ. 361C.
|elnltext=γυμνωτέος -α -ον, adj. verb. van γυμνόω, die ontdaan moet worden (van), met gen.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γυμνωτέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[γυμνόω]], πρέπει [[κανείς]] να απογυμνώσει· <i>τινός</i>, σε Πλάτ.
|lsmtext='''γυμνωτέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[γυμνόω]], πρέπει [[κανείς]] να απογυμνώσει· <i>τινός</i>, σε Πλάτ.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=γυμνωτέος -α -ον, adj. verb. van γυμνόω, die ontdaan moet worden (van), met gen.
|lstext='''γυμνωτέος''': , -ον, ὃν πρέπει να ἀπογυμνώσῃ ἢ νὰ ἀποστερήσῃ τις, τινὸς Πλάτ. Πολιτ. 361C.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=verb. adj. of [[γυμνόω]]<br />to be stripped of, τινός Plat.
|mdlsjtxt=verb. adj. of [[γυμνόω]]<br />to be stripped of, τινός Plat.
}}
}}

Revision as of 18:05, 6 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γυμνωτέος Medium diacritics: γυμνωτέος Low diacritics: γυμνωτέος Capitals: ΓΥΜΝΩΤΕΟΣ
Transliteration A: gymnōtéos Transliteration B: gymnōteos Transliteration C: gymnoteos Beta Code: gumnwte/os

English (LSJ)

α, ον, A to be stripped of, τινός Pl.R.361c. II γυμνωτέον, one must strip, Gal.10.448: pl., -τέα Them.Or.23.294c.

Spanish (DGE)

-α, -ον
1 de pers. que debe ser privado de c. gen. γ. δὴ πάντων πλὴν δικαιοσύνης Pl.R.361c.
2 de palabras que debe ser puesto en evidencia ὅμως δὲ ἔτι καὶ μᾶλλον ἀποκαλυπτέα καὶ γυμνωτέα Them.Or.23.294c.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de γυμνόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γυμνωτέος -α -ον, adj. verb. van γυμνόω, die ontdaan moet worden (van), met gen.

Greek Monotonic

γυμνωτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του γυμνόω, πρέπει κανείς να απογυμνώσει· τινός, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

γυμνωτέος: -α, -ον, ὃν πρέπει να ἀπογυμνώσῃ ἢ νὰ ἀποστερήσῃ τις, τινὸς Πλάτ. Πολιτ. 361C.

Middle Liddell

verb. adj. of γυμνόω
to be stripped of, τινός Plat.