κεναγγής: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγὴ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ἀεὶ ἀναβλύειν δυναμένη, ἐὰν ἀεὶ σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κεναγγής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αδειάζει από τα αγγεία του σώματος την [[τροφή]] η οποία περιέχεται σ' αυτά, [[επομένως]] αυτός που προετοιμάζει [[πείνα]], λιμό («ἀπλοίᾳ κεναγγεῑ» — από την [[αδυναμία]] να ξεκινήσουν τα πλοία, η οποία τά άδειαζε από τις τροφές και προετοίμαζε λιμό, <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (δ. ερμ.) αυτός που αδειάζει τα αγγεία τών τροφίμων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αγγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄγγος]] «[[αγγείο]]»)].
|mltxt=[[κεναγγής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αδειάζει από τα αγγεία του σώματος την [[τροφή]] η οποία περιέχεται σ' αυτά, [[επομένως]] αυτός που προετοιμάζει [[πείνα]], λιμό («ἀπλοίᾳ κεναγγεῖ» — από την [[αδυναμία]] να ξεκινήσουν τα πλοία, η οποία τά άδειαζε από τις τροφές και προετοίμαζε λιμό, <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (δ. ερμ.) αυτός που αδειάζει τα αγγεία τών τροφίμων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αγγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄγγος]] «[[αγγείο]]»)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:35, 13 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεναγγής Medium diacritics: κεναγγής Low diacritics: κεναγγής Capitals: ΚΕΝΑΓΓΗΣ
Transliteration A: kenangḗs Transliteration B: kenangēs Transliteration C: kenaggis Beta Code: kenaggh/s

English (LSJ)

ές, (κενός, ἄγγος) emptying the vessels of the body: hence, breeding famine, ἄπλοια A.Ag.188 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1416] ές, die Gefäße, den Magen leerend, aushungernd, ἀπλοίᾳ κεναγγεῖ Aesch. Ag. 181.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui vide les vases ; qui produit la famine.
Étymologie: κενός, ἄγγος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεναγγής -ές [κενός, ἄγγος] met lege vaten, die het voedsel op laat raken:. ἀπλοίᾳ κεναγγεῖ door windstilte met zijn uitgeputte voorraden Aeschl. Ag. 188.

Russian (Dvoretsky)

κεναγγής: опустошающий сосуды, т. е. создающий голод (ἄπλοια Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

κεναγγής: -ές, (κενός, ἄγγος), ὁ κενῶν τὰ ἀγγεῖα σώματος, τὴν ἐν αὐτοῖς περιεχομένην τροφήν· ἐντεῦθεν ὁ παρασκευάζων λιμόν, ἄπλοια Αἰσχύλ. Ἀγ. 188.

Greek Monolingual

κεναγγής, -ές (Α)
1. αυτός που αδειάζει από τα αγγεία του σώματος την τροφή η οποία περιέχεται σ' αυτά, επομένως αυτός που προετοιμάζει πείνα, λιμό («ἀπλοίᾳ κεναγγεῖ» — από την αδυναμία να ξεκινήσουν τα πλοία, η οποία τά άδειαζε από τις τροφές και προετοίμαζε λιμό, Αισχύλ.)
2. (δ. ερμ.) αυτός που αδειάζει τα αγγεία τών τροφίμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -αγγής (< ἄγγος «αγγείο»)].

Greek Monotonic

κεναγγής: -ές (κενός, ἄγγος), αυτός που αδειάζει αγγεία· αυτός που ενισχύει τον λιμό, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

κεν-αγγής, ές κενός, ἄγγος
emptying vessels: breeding famine, Aesch.