λεῖψις: Difference between revisions
From LSJ
κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things
m (Text replacement - "ποιεῑ" to "ποιεῖ") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=λεῖψις, -εως, ἡ (ΑM)<br />[[έλλειψη]], [[στέρηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παράλειψη]]<br /><b>2.</b> [[έκλειψη]]<br /><b>3.</b> όρος με αρνητικό [[πρόσημο]] στις αλγεβρικές παραστάσεις, σε [[αντιδιαστολή]] με το [[ὕπαρξις]] («λεῖψις ἐπὶ λεῖψιν πολλαπλασιασθείσα ποιεῖ ὕπαρξιν», Διοφ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θ. <i>λειπ</i>- του [[λείπω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>σις</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:40, 13 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, A omission, τοῦ ἄρθρου A.D.Synt.78.9. 2 failure, lack, ἀγαθῶν Cat.Cod.Astr.8(1).182. II Math., negative term in an algebraic expression, opp. ὕπαρξις, λ. ἐπὶ λεῖψιν πολλαπλασιασθεῖσα ποιεῖ ὕπαρξιν a minus multiplied by a minus gives a plus, Dioph.1 Def.9: dat. λείψει c. gen., minus, Id.2.21.
German (Pape)
[Seite 27] ἡ, das Zurücklassen, Verlassen, E. M.
Greek Monolingual
λεῖψις, -εως, ἡ (ΑM)
έλλειψη, στέρηση
αρχ.
1. παράλειψη
2. έκλειψη
3. όρος με αρνητικό πρόσημο στις αλγεβρικές παραστάσεις, σε αντιδιαστολή με το ὕπαρξις («λεῖψις ἐπὶ λεῖψιν πολλαπλασιασθείσα ποιεῖ ὕπαρξιν», Διοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Θ. λειπ- του λείπω + κατάλ. -σις].