πέπειρα: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />(σπάν. θηλ. του [[πέπων]])<br /><b>1.</b> (για [[γυναίκα]]) ώριμη, ηλικιωμένη<br /><b>2.</b> (για πράγματα) μαλακή («τὴν [[σάρκα]] πέπειραν ποιεῖ», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για ψυχική [[κατάσταση]]) κατευνασμένη («ἀμφὶ τοῖς σφαλεῑσι μὴ ἐξ ἑκουσίας ὀργὴ [[πέπειρα]]», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέπων]], [[κατά]] το [[σχήμα]] [[πίων]]: [[πίειρα]]].
|mltxt=Α<br />(σπάν. θηλ. του [[πέπων]])<br /><b>1.</b> (για [[γυναίκα]]) ώριμη, ηλικιωμένη<br /><b>2.</b> (για πράγματα) μαλακή («τὴν [[σάρκα]] πέπειραν ποιεῖ», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για ψυχική [[κατάσταση]]) κατευνασμένη («ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ ἐξ ἑκουσίας ὀργὴ [[πέπειρα]]», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέπων]], [[κατά]] το [[σχήμα]] [[πίων]]: [[πίειρα]]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 09:41, 13 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέπειρᾰ Medium diacritics: πέπειρα Low diacritics: πέπειρα Capitals: ΠΕΠΕΙΡΑ
Transliteration A: pépeira Transliteration B: pepeira Transliteration C: pepeira Beta Code: pe/peira

English (LSJ)

ἡ, rare fem. of πέπων (formed on analogy of πίειρα, fem. of πίων), used of women, A mellow, ripe, ἐν ταῖς πεπείραις (v.l. -οις) Ar. Ec.896; over-ripe, passée, π. γίνομαι Anacr.87; πέπειρα· γραῖα, Hsch. 2 of things, soft, pulpy, τὴν σάρκα πέπειραν ποιεῖ Hp.VC 11 (v.l. - ον): metaph., ὀργὴ π. S.Tr.728.

French (Bailly abrégé)

v. πέπειρος.

Greek Monolingual

Α
(σπάν. θηλ. του πέπων)
1. (για γυναίκα) ώριμη, ηλικιωμένη
2. (για πράγματα) μαλακή («τὴν σάρκα πέπειραν ποιεῖ», Ιπποκρ.)
3. μτφ. (για ψυχική κατάσταση) κατευνασμένη («ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ ἐξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέπων, κατά το σχήμα πίων: πίειρα].

Russian (Dvoretsky)

πέπειρα: Soph., Plut. f к πέπειρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πέπειρα f. van 1. πέπων.

English (Woodhouse)

assuaged

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)