παρακίνηση: Difference between revisions

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[παρακίνησις]], -ήσεως, ΝΜΑ [[παρακινώ]]<br />[[συμβουλή]] και συγχρόνως [[ενθάρρυνση]] [[προς]] κάποιον για να κάνει [[κάτι]], [[υποκίνηση]], [[παρότρυνση]], [[προτροπή]], [[παρόρμηση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[στάση]], [[εξέγερση]] («τὴν τοῦ πλήθους παρακίνησιν καταστεῑλαι», Γ. Παχυμ.).
|mltxt=η / [[παρακίνησις]], -ήσεως, ΝΜΑ [[παρακινώ]]<br />[[συμβουλή]] και συγχρόνως [[ενθάρρυνση]] [[προς]] κάποιον για να κάνει [[κάτι]], [[υποκίνηση]], [[παρότρυνση]], [[προτροπή]], [[παρόρμηση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[στάση]], [[εξέγερση]] («τὴν τοῦ πλήθους παρακίνησιν καταστεῖλαι», Γ. Παχυμ.).
}}
}}

Latest revision as of 09:43, 13 October 2022

Greek Monolingual

η / παρακίνησις, -ήσεως, ΝΜΑ παρακινώ
συμβουλή και συγχρόνως ενθάρρυνση προς κάποιον για να κάνει κάτι, υποκίνηση, παρότρυνση, προτροπή, παρόρμηση
μσν.-αρχ.
στάση, εξέγερση («τὴν τοῦ πλήθους παρακίνησιν καταστεῖλαι», Γ. Παχυμ.).