ἀγριωπός: Difference between revisions
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
(CSV import) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[fierce]], [[savage looking]] | |woodrun=[[fierce]], [[savage looking]] | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=αὐτός πού [[ἔχει]] ἄγρια ὄψη). Σύνθετη ἀπό [[ἄγριος]] + ὤψ. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[ὁράω]] -ῶ. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:44, 14 October 2022
English (LSJ)
όν, wild-looking, ὄμμα E.HF990, cf.Ba.542; τὸ ἀ. τοῦ προσώπου Plu.Mar.14, cf. Corn.ND6.
Spanish (DGE)
-όν
de aspecto feroz ὄμμα Γοργόνος E.HF 990, τέρας E.Ba.542, τὸ ἀγριωπὸν τοῦ προσώπου Plu.Mar.14, cf. Sch.A.Pers.614D.
German (Pape)
[Seite 23] wild blickend, ὄμμα Γοργόνος Eur. Herc. F. 990; τέρας Bacch. 542; τὸ τοῦ προσώπου ἀγρ., der wilde Blick, Plut. Mar. 14.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
au regard farouche.
Étymologie: ἄγριος, ὤψ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγριωπός: дико глядящий (ὄμμα Γοργόνος, τέρας Eur.): τὸ ἀγριωπὸν τοῦ προσώπου Plut. суровое выражение лица.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγριωπός: -όν, ὁ ἀγρίαν, ἔχων ὄψιν, ὄμμα, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 990, πρβλ. Βάκχ. 541· τὸ ἀγριωπὸν τοῦ προσώπου, Πλουτ. Μάρ. 14.
Greek Monotonic
ἀγριωπός: -όν (ὤψ), αυτός που έχει άγρια όψη, αγριωπό βλέμμα, σε Ευρ.
Middle Liddell
[ὤψ]
wild-looking, Eur.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού ἔχει ἄγρια ὄψη). Σύνθετη ἀπό ἄγριος + ὤψ. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ὁράω -ῶ.