ἀπώτερος: Difference between revisions
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
(CSV import) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπώτερος]], -α, -ον) [[από]]<br />αυτός που βρίσκεται πιο [[μακριά]] συγκριτικά με κάποιον [[άλλο]], ο πιο [[μακρινός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο χρονικά [[μακρινός]] («το απώτερο [[μέλλον]]»)<br /><b>2.</b> «απώτεροι συγγενείς» — οι μακρινοί συγγενείς<br /><b>3.</b> «[[απώτερος]] [[σκοπός]]» — [[σκοπός]], [[πρόθεση]] που αναφέρεται στο [[μέλλον]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>επίρρ.</b> [[ἀπωτέρω]]<br />σε μεγαλύτερη [[απόσταση]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπώτερος]], -α, -ον) [[από]]<br />αυτός που βρίσκεται πιο [[μακριά]] συγκριτικά με κάποιον [[άλλο]], ο πιο [[μακρινός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο χρονικά [[μακρινός]] («το απώτερο [[μέλλον]]»)<br /><b>2.</b> «απώτεροι συγγενείς» — οι μακρινοί συγγενείς<br /><b>3.</b> «[[απώτερος]] [[σκοπός]]» — [[σκοπός]], [[πρόθεση]] που αναφέρεται στο [[μέλλον]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>επίρρ.</b> [[ἀπωτέρω]]<br />σε μεγαλύτερη [[απόσταση]]. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=μακρινότερος). Ἀπό τήν πρόθεση ἀπό. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:50, 14 October 2022
English (LSJ)
α, ον, Comp., (ἀπό) farther off, = μακρότερος, Suid.: neut. as adverb, ἡ ἀπώτερον (sc. γραμμή) Euc.3.15,al.; opp. ἔγγιον, Id.Phaen.p.4 M.
Spanish (DGE)
-α, -ον
adj. compar. de ἀπό más alejado c. gen. τούτων εἰς ἀπώτερον ἔτι διακομισθεὶς τόπον llevado a un lugar más alejado aún que esos Pl.Lg.905a, cf. Sud.α 3678
•neutr. como adv. más lejos ὅταν δὲ ἀπώτερον (ᾖ) Hero Spir.2.27, esp. subst. ἡ ἀπώτερον geom. y astron. ἀπώτερον (γραμμή) la línea más alejada respecto a un punto, Euc.3.7, 8, 15, Papp.244.25, Autol.Sphaer.7, (περιφέρεια) Papp.506.20, (γωνία) Papp.574.19, cf. Euc.Phaen.p.4.
German (Pape)
[Seite 342] superl. ἀπώτατος (ἀπό), entfernter, der entfernteste, Sp., bes. von Verwandtschaft.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπώτερος: -α, -ον, συγκρ. (ἀπό), «μακρότερος» Σουΐδ.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπώτερος, -α, -ον) από
αυτός που βρίσκεται πιο μακριά συγκριτικά με κάποιον άλλο, ο πιο μακρινός
νεοελλ.
1. ο χρονικά μακρινός («το απώτερο μέλλον»)
2. «απώτεροι συγγενείς» — οι μακρινοί συγγενείς
3. «απώτερος σκοπός» — σκοπός, πρόθεση που αναφέρεται στο μέλλον
αρχ.
επίρρ. ἀπωτέρω
σε μεγαλύτερη απόσταση.
Mantoulidis Etymological
(=μακρινότερος). Ἀπό τήν πρόθεση ἀπό.