κατεξουσία: Difference between revisions
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
(CSV import) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κατεξουσία]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[ολοσχερής]] [[εξουσία]], [[κυριαρχία]] [[πάνω]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> [[επιβολή]]<br /><b>3.</b> [[κατίσχυση]], [[νίκη]]. | |mltxt=[[κατεξουσία]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[ολοσχερής]] [[εξουσία]], [[κυριαρχία]] [[πάνω]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> [[επιβολή]]<br /><b>3.</b> [[κατίσχυση]], [[νίκη]]. | ||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=ἡ [[dominio]], [[poder]] c. gen. δέσποτα Ἥλιε, ἐπάκουσόν μου τοῦ δεῖνα καὶ δός μοι τὴν κατεξουσίαν τούτου τοῦ βιοθανάτου πνεύματος <b class="b3">soberano Helios, escúchame a mí, fulano, y concédeme el poder sobre el espíritu de éste que ha muerto violentamente</b> P IV 1949 ἐπιτάσσει σοι ὁ μέγας θεός, ὁ ἔχων ἄνω τὴν κατεξουσίαν <b class="b3">te ordena el gran dios, el que tiene arriba el poder</b> P LVIII 10 | |||
}} | }} |
Revision as of 15:00, 15 October 2022
English (LSJ)
ἡ, sovereignty, dominion, τῶννερτέρων θεῶν IG14.1047.5 ( = Tab.Defix.Aud.188): c.gen., power over, τοῦ βιοθανάτου πνεύματος PMag.Par.1.1949; also δὸς αὐτῷ τὴν κ. κατὰ τῶν ἐχθρῶν αὐτοῦ CIG4710 (Egypt).
German (Pape)
[Seite 1395] ἡ, verstärktes ἐξουσία, Sp.
Spanish
Greek Monolingual
κατεξουσία, ἡ (Α)
1. ολοσχερής εξουσία, κυριαρχία πάνω σε κάποιον
2. επιβολή
3. κατίσχυση, νίκη.
Léxico de magia
ἡ dominio, poder c. gen. δέσποτα Ἥλιε, ἐπάκουσόν μου τοῦ δεῖνα καὶ δός μοι τὴν κατεξουσίαν τούτου τοῦ βιοθανάτου πνεύματος soberano Helios, escúchame a mí, fulano, y concédeme el poder sobre el espíritu de éste que ha muerto violentamente P IV 1949 ἐπιτάσσει σοι ὁ μέγας θεός, ὁ ἔχων ἄνω τὴν κατεξουσίαν te ordena el gran dios, el que tiene arriba el poder P LVIII 10