νήστης: Difference between revisions

From LSJ

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[νήστης]], ὁ (ΑΜ, Α θηλ. [[νήστειρα]])<br />αυτός που νηστεύει, [[νηστευτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[νῆστις]] με κατάλ. -<i>της</i>. Ο τ. [[νήστειρα]] <span style="color: red;"><</span> [[νήστης]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ειρα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λῄστ</i>-<i>ειρα</i>, <i>μνήστ</i>-<i>ειρα</i>)].<br /> <b>(II)</b><br />[[νήστης]], ὁ (Α)<br />αυτός που κλώθει, που γνέθει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>νησ</i>- του [[νήθω]] «[[γνέθω]]» (<b>πρβλ.</b> μελλ. <i>νήσω</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i> (<b>πρβλ.</b> <i>καύσ</i>-<i>της</i>, <i>μύσ</i>-<i>της</i>)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[νήστης]], ὁ (ΑΜ, Α θηλ. [[νήστειρα]])<br />αυτός που νηστεύει, [[νηστευτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[νῆστις]] με κατάλ. -<i>της</i>. Ο τ. [[νήστειρα]] <span style="color: red;"><</span> [[νήστης]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ειρα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λῄστ</i>-<i>ειρα</i>, <i>μνήστ</i>-<i>ειρα</i>)].<br /> <b>(II)</b><br />[[νήστης]], ὁ (Α)<br />αυτός που κλώθει, που γνέθει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>νησ</i>- του [[νήθω]] «[[γνέθω]]» (<b>πρβλ.</b> μελλ. <i>νήσω</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i> (<b>πρβλ.</b> <i>καύσ</i>-<i>της</i>, <i>μύσ</i>-<i>της</i>)].
}}
{{elmes
|esmgtx=ὁ [[que está en ayunas]] como condición indispensable para realizar ciertos actos προσδόκησον ἐν τῇ σῇ οἰκίᾳ νήστης ἀνατολὴν ἡλίου <b class="b3">espera en tu casa en ayunas la salida del sol</b> P III 334 beber πίε αὐτὸ τὸ ὕδωρ ἐπὶ ἡμέρας ζʹ ν. <b class="b3">bebe ese agua en ayunas durante siete días</b> P I 236 εὐζώμου σπέρμα μετὰ στροβιλίων σὺν οἴνῳ τρίψας ν. πίε <b class="b3">machaca semilla de roqueta y piñones con vino y bebe en ayunas</b> SM 83 8 comer πλάσον ἄρτον ... καὶ φάγε ν. καὶ γνώσῃ τὴν ἐνέργειαν <b class="b3">amasa un pan, cómelo en ayunas y conocerás la energía mágica</b> P III 412 κατάφαγε (τὴν καρδίαν) ν. λέγων ἑπτάκις <b class="b3">come el corazón en ayunas diciendo siete veces</b> P III 427
}}
}}

Revision as of 15:00, 15 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νήστης Medium diacritics: νήστης Low diacritics: νήστης Capitals: ΝΗΣΤΗΣ
Transliteration A: nḗstēs Transliteration B: nēstēs Transliteration C: nistis Beta Code: nh/sths

English (LSJ)

ου, ὁ,
A one who is fasting, fasting, on an empty stomach, Semon.38, Arist.Fr.232, Matro Conv.10; ταῦτα νήστῃ δίδου πιεῖν POxy.1088.44 (i A.D.), cf. SIG1171.9 (Lebena), PLit.Lond. 171 (iii A.D.).
II = spinner, staminarius, Gloss.

German (Pape)

[Seite 254] ὁ, der Fastende, sp. Form für νῆστις, Matron Ath. III, 134 f.

Russian (Dvoretsky)

νήστης: ου adj. Arst. = νῆστις I, 1.

Greek (Liddell-Scott)

νήστης: -ου, ὁ, ὁ νηστεύων, σπάνιος τύπος ἀντὶ τοῦ νῆστις, Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 34, Ἀριστ. Ἀποσπ. 223 Μάτρων παρ’ Ἀθην. 134F.

Spanish

que está en ayunas

Greek Monolingual

(I)
νήστης, ὁ (ΑΜ, Α θηλ. νήστειρα)
αυτός που νηστεύει, νηστευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του νῆστις με κατάλ. -της. Ο τ. νήστειρα < νήστης + επίθημα -ειρα (πρβλ. λῄστ-ειρα, μνήστ-ειρα)].
(II)
νήστης, ὁ (Α)
αυτός που κλώθει, που γνέθει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νησ- του νήθω «γνέθω» (πρβλ. μελλ. νήσω) + κατάλ. -της (πρβλ. καύσ-της, μύσ-της)].

Léxico de magia

que está en ayunas como condición indispensable para realizar ciertos actos προσδόκησον ἐν τῇ σῇ οἰκίᾳ νήστης ἀνατολὴν ἡλίου espera en tu casa en ayunas la salida del sol P III 334 beber πίε αὐτὸ τὸ ὕδωρ ἐπὶ ἡμέρας ζʹ ν. bebe ese agua en ayunas durante siete días P I 236 εὐζώμου σπέρμα μετὰ στροβιλίων σὺν οἴνῳ τρίψας ν. πίε machaca semilla de roqueta y piñones con vino y bebe en ayunas SM 83 8 comer πλάσον ἄρτον ... καὶ φάγε ν. καὶ γνώσῃ τὴν ἐνέργειαν amasa un pan, cómelo en ayunas y conocerás la energía mágica P III 412 κατάφαγε (τὴν καρδίαν) ν. λέγων ἑπτάκις come el corazón en ayunas diciendo siete veces P III 427