πρέσβειρα: Difference between revisions
Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
(CSV import) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[πρέσβειρα]], ἡ, [fem. of [[πρέσβυς]], = [[πρέσβα]], Hhymn., Eur.] | |mdlsjtxt=[[πρέσβειρα]], ἡ, [fem. of [[πρέσβυς]], = [[πρέσβα]], Hhymn., Eur.] | ||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=ἡ [[anciana]] ref. a Selene ἐνεύχομαί σοι, ..., νομαῖε, Ἀλκυόνη, χρυσοστεφή, π. <b class="b3">a ti te suplico, pastoril, Alcíone, que llevas una corona de oro, anciana</b> P IV 2272 | |||
}} | }} |
Revision as of 15:25, 15 October 2022
English (LSJ)
ἡ, fem. of πρέσβυς, θεῶν π. h.Ven. 32; π. Ἐρινύων E.IT963; opp. νεᾶνις, Ar.Lys.86; Com. of a large eel, π. Κωπᾴδων κορᾶν Id.Ach.883.
German (Pape)
[Seite 698] ἡ, = πρέσβα; θεῶν πρέσβειρα, H. h. Ven. 32; Eur. I. T. 963; Macedon. 38 (XI, 380); – komisch heißt bei Ar. der größte kopaische Aal πρέσβειρα Κωπᾴδων κορᾶν, Ach. 848.
French (Bailly abrégé)
ας;
adj.
c. πρέσβα.
Spanish
Greek Monolingual
η, ΝΑ
(ως θηλ. τ. του πρέσβυς) νεοελλ.
1. γυναίκα που είναι πρεσβευτής
2. η σύζυγος του πρέσβευτή
αρχ.
1. αυτή που έχει μεγάλη ηλικία
2. (στην κωμ.) το μεγαλύτερο χέλι της Κωπαΐδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τ. του πρέσβυς κατά το αυτιάνειρα].
Greek Monotonic
πρέσβειρα: ἡ, θηλ. του πρέσβυς = πρέσβα, σε Ομηρ. Ύμν., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
πρέσβειρα: adj. f HH, Eur., Arph. = πρέσβα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρέσβειρα -ας f. van πρέσβυς.
Middle Liddell
πρέσβειρα, ἡ, [fem. of πρέσβυς, = πρέσβα, Hhymn., Eur.]
Léxico de magia
ἡ anciana ref. a Selene ἐνεύχομαί σοι, ..., νομαῖε, Ἀλκυόνη, χρυσοστεφή, π. a ti te suplico, pastoril, Alcíone, que llevas una corona de oro, anciana P IV 2272