τρυγία: Difference between revisions
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trygia | |Transliteration C=trygia | ||
|Beta Code=trugi/a | |Beta Code=trugi/a | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> = [[τρύξ]] II, [[lees]], [[sediment]], οἰνηρὰ τρυγία Ph.Bel.86.29, cf. Mim. Oxy.413.55, Gp.7.12.7; τρυγία ἐλαίου Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[τρύγιος; ὄξεος]] Aret.CA2.3; τρυγία αἵματος Gal.19.490.<br><span class="bld">2</span> = [[τρύξ]] I, [[new wine]], BGU531i22 (i A. D.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 20:03, 15 November 2022
English (LSJ)
ἡ,
A = τρύξ II, lees, sediment, οἰνηρὰ τρυγία Ph.Bel.86.29, cf. Mim. Oxy.413.55, Gp.7.12.7; τρυγία ἐλαίου Hsch. s.v. τρύγιος; ὄξεος Aret.CA2.3; τρυγία αἵματος Gal.19.490.
2 = τρύξ I, new wine, BGU531i22 (i A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
τρῠγία: ἡ, = τρύξ, οἴνου Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 677· ἐλαίου Ἡσύχ.· ὄξους Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 3· πρβλ. Λοβεκ. Παθολ. 1. 251.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και τρυγιά Ν, και ιων. τ. τρυγίη Α τρύξ, τρυγός]
το κατακάθι του κρασιού, τρύξ
νεοελλ.
1. ιατρ. σκληρή εναπόθεση στα δόντια, η οποία εμφανίζεται στερεά προσκολλημένη κυρίως στις γλωσσικές επιφάνειες τών τομέων, τών κυνοδόντων και τών προγομφίων της κάτω γνάθου καθώς και στις παρειακές επιφάνειες τών άνω γομφίων, κν. πέτρα τών δοντιών
2. (τροφ. τεχνολ.-χημ.) η υποστάθμη που σχηματίζεται στο κρασί και προσκολλάται στον πυθμένα και στα τοιχώματα τών σκευών, τών βαρελιών και τών δεξαμενών ή αλλού όπου αποθηκεύεται το προϊόν για μεγάλο χρονικό διάστημα
3. φρ. «λευκή τρυγία» — βλ. τρυγικός
αρχ.
νέο κρασί που δεν έχει ακόμη υποστεί ζύμωση, γλεύκος, μούστος.