φύζω: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (pape replacement) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) [[φεύγω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αμάρτυρος τ. ενεστ., την ύπαρξη του οποίου υποθέτουν ορισμένοι μελετητές, στην [[προσπάθεια]] να ερμηνεύσουν τον ομηρικό τ. μτχ. [[πεφυζότες]]. Ωστόσο, η [[άποψη]] αυτή δεν θεωρείται ιδιαίτερα πιθανή, [[αφού]] ο τ. [[πεφυζότες]] θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως μεταπλασμένος —για μετρικούς λόγους— τ. της μτχ. ενεργ. παρακμ. <i>πεφυγ</i>(<i>F</i>)<i>ότες</i> (από έναν αμάρτυρο τ. παρακμ. <i>πέφυγα</i> σχηματισμένο με αναδιπλασιασμό από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας του [[φεύγω]], <b>πρβλ.</b> μτχ. μέσ. παρακμ. <i>πεφυγμένος</i>), κατ' [[επίδραση]] του [[φύζα]]. | |mltxt=Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) [[φεύγω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αμάρτυρος τ. ενεστ., την ύπαρξη του οποίου υποθέτουν ορισμένοι μελετητές, στην [[προσπάθεια]] να ερμηνεύσουν τον ομηρικό τ. μτχ. [[πεφυζότες]]. Ωστόσο, η [[άποψη]] αυτή δεν θεωρείται ιδιαίτερα πιθανή, [[αφού]] ο τ. [[πεφυζότες]] θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως μεταπλασμένος —για μετρικούς λόγους— τ. της μτχ. ενεργ. παρακμ. <i>πεφυγ</i>(<i>F</i>)<i>ότες</i> (από έναν αμάρτυρο τ. παρακμ. <i>πέφυγα</i> σχηματισμένο με αναδιπλασιασμό από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας του [[φεύγω]], <b>πρβλ.</b> μτχ. μέσ. παρακμ. <i>πεφυγμένος</i>), κατ' [[επίδραση]] του [[φύζα]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=*[[φύζω]], ungebr. [[Stammform]], von der Hom. in der <i>Il</i>. 21.6, 528, 22.1 das part. perf. [[πεφυζότες]] statt πεφευγότες braucht, wie Ap.Rh. 2.1083; Nic. <i>Ther</i>. 128 auch πεφυζώς. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:31, 24 November 2022
English (LSJ)
late Ion. for φεύγω, Heraclid. ap. Eust.1643.2: part. aor. Pass. φυζηθέντες (as if from φυζάομαι) Nic.Th.825.
Greek Monolingual
Α
(επικ. τ.) φεύγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αμάρτυρος τ. ενεστ., την ύπαρξη του οποίου υποθέτουν ορισμένοι μελετητές, στην προσπάθεια να ερμηνεύσουν τον ομηρικό τ. μτχ. πεφυζότες. Ωστόσο, η άποψη αυτή δεν θεωρείται ιδιαίτερα πιθανή, αφού ο τ. πεφυζότες θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως μεταπλασμένος —για μετρικούς λόγους— τ. της μτχ. ενεργ. παρακμ. πεφυγ(F)ότες (από έναν αμάρτυρο τ. παρακμ. πέφυγα σχηματισμένο με αναδιπλασιασμό από τη μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας του φεύγω, πρβλ. μτχ. μέσ. παρακμ. πεφυγμένος), κατ' επίδραση του φύζα.