λογάω: Difference between revisions
From LSJ
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λόγος]] | |mltxt=[[λόγος]]·1. [[στοχάζομαι]], [[λογαριάζω]], [[αναλογίζομαι]]<br /><b>2.</b> (το β' πληθ. προστ. ως διηγηματικό [[μόριο]]) [[λογάτε]]<br />[[λοιπόν]], μαθές, σκεφθείτε, συλλογιστείτε. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=desiderat. zu [[λέγω]], <i>gern [[reden]] [[wollen]]</i>, ἡ [[γλῶσσα]] λογᾷ Luc. <i>Lexiph</i>. 15. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:32, 24 November 2022
English (LSJ)
A to be fond of talking, Luc.Lex.15. II λογάω or λογέω, fut. 3sg. λογήσει, perhaps will take account, Tyrt.Fr.1.42 Diehl.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. prés.
avoir envie de parler.
Étymologie: λόγος.
Russian (Dvoretsky)
λογάω: иметь охоту говорить Luc.
Greek (Liddell-Scott)
λογάω: ἐφετικὸν τοῦ λέγω, ἀρέσκομαι ἢ ἐπιθυμῶ νὰ ὁμιλῶ Λουκ. Λεξιφ. 15.
Greek Monolingual
λόγος·1. στοχάζομαι, λογαριάζω, αναλογίζομαι
2. (το β' πληθ. προστ. ως διηγηματικό μόριο) λογάτε
λοιπόν, μαθές, σκεφθείτε, συλλογιστείτε.
German (Pape)
desiderat. zu λέγω, gern reden wollen, ἡ γλῶσσα λογᾷ Luc. Lexiph. 15.