νυμφίς: Difference between revisions

From LSJ

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
(6_12)
 
m (pape replacement)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''νυμφίς''': -ίδος, ἡ, «[[νυμφίδες]]· ὑποδήματα γυναικεῖα νυμφικὰ» Ἡσύχ.
|lstext='''νυμφίς''': -ίδος, ἡ, «[[νυμφίδες]]· ὑποδήματα γυναικεῖα νυμφικὰ» Ἡσύχ.
}}
{{pape
|ptext=ίδος, ἡ, bes. fem. zu [[νυμφίδιος]].
}}
}}

Latest revision as of 16:33, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

νυμφίς: -ίδος, ἡ, «νυμφίδες· ὑποδήματα γυναικεῖα νυμφικὰ» Ἡσύχ.

German (Pape)

ίδος, ἡ, bes. fem. zu νυμφίδιος.