λορδόω: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
m (Text replacement - "sens. obsc." to "sens. obsc.")
m (pape replacement)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λορδόω''': ὡς οὐδ., [[κάμπτω]] ἐμαυτὸν πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], κορδώνω τὸ σῶμά μου νὰ ἐξέχῃ τὸ [[στῆθος]] καὶ ἡ [[κοιλία]] πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ νὰ ἀποτελῇ [[κύρτωμα]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 812· πίνει, σκιρτᾷ, λορδοῖ, κεντεῖ [βινεῖ] Μνησίμ. ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 55· - οὕ ως ἐν τῷ παθ., Ἱππ. π. Ἄρθρ. 812, 816· ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 10, Ἀποσπ. 191.
|lstext='''λορδόω''': ὡς οὐδ., [[κάμπτω]] ἐμαυτὸν πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], κορδώνω τὸ σῶμά μου νὰ ἐξέχῃ τὸ [[στῆθος]] καὶ ἡ [[κοιλία]] πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ νὰ ἀποτελῇ [[κύρτωμα]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 812· πίνει, σκιρτᾷ, λορδοῖ, κεντεῖ [βινεῖ] Μνησίμ. ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 55· - οὕ ως ἐν τῷ παθ., Ἱππ. π. Ἄρθρ. 812, 816· ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 10, Ἀποσπ. 191.
}}
{{pape
|ptext=<i>den Oberleib [[vorwärts]], [[einwärts]] [[biegen]]</i>, Hippocr.<br><b class="num">Med</b>. <i>sich [[einwärts]] [[biegen]], den [[Rücken]] [[einziehen]]</i>, so daß der [[Unterleib]] hervortritt, in obszönem [[Sinne]], Ar. <i>Eccl</i>. 10.
}}
}}

Revision as of 16:34, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λορδόω Medium diacritics: λορδόω Low diacritics: λορδόω Capitals: ΛΟΡΔΟΩ
Transliteration A: lordóō Transliteration B: lordoō Transliteration C: lordoo Beta Code: lordo/w

English (LSJ)

as neut., bend oneself supinely, so as to throw the head back, Hp.Art.46, Mnesim.4.55 (anap.):—Pass., Hp.Art.48, Procop. Arc.9: sens. obsc., Ar.Ec.10, Fr.140.

Greek (Liddell-Scott)

λορδόω: ὡς οὐδ., κάμπτω ἐμαυτὸν πρὸς τὰ ὀπίσω, κορδώνω τὸ σῶμά μου νὰ ἐξέχῃ τὸ στῆθος καὶ ἡ κοιλία πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ νὰ ἀποτελῇ κύρτωμα, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 812· πίνει, σκιρτᾷ, λορδοῖ, κεντεῖ [βινεῖ] Μνησίμ. ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 55· - οὕ ως ἐν τῷ παθ., Ἱππ. π. Ἄρθρ. 812, 816· ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 10, Ἀποσπ. 191.

German (Pape)

den Oberleib vorwärts, einwärts biegen, Hippocr.
Med. sich einwärts biegen, den Rücken einziehen, so daß der Unterleib hervortritt, in obszönem Sinne, Ar. Eccl. 10.