νομόνδε: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ πατρίς, ὡς ἔοικε, φίλτατον βροτοῖς → Homini, ut videtur, patria res dulcissima est → Die Heimat ist der Menschen Liebstes, wie es scheint
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[νομός]]<br />to [[pasture]], Hom. | |mdlsjtxt=[[νομός]]<br />to [[pasture]], Hom. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>zur [[Weide]], Il</i>. 18.575 und a. D. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:37, 24 November 2022
English (LSJ)
Adv., (νομός) to pasture, Il.18.575, Od.9.438.
French (Bailly abrégé)
adv.
au pâturage avec mouv.
Étymologie: νομός, -δε.
Russian (Dvoretsky)
νομόνδε: adv. к пастбищу, на пастбище Hom.
Greek (Liddell-Scott)
νομόνδε: Ἐπίρρ., (νομὸς) εἰς βοσκήν, Ἰλ. Σ. 575, Ὀδ. Ι. 438.
Greek Monolingual
νομόνδε (Α)
επίρρ. στη βοσκή, προς το βοσκοτόπι («μυκηθμῷ δ' ἀπὸ κόπρου ἐπεσσεύοντο νομόνδε», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αιτ. νομόν του νομός + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. κρήνην-δε)].
Greek Monotonic
νομόνδε: (νομός), επίρρ., στη βοσκή, προς τον τόπο της βοσκής, σε Όμηρ.
Middle Liddell
German (Pape)
zur Weide, Il. 18.575 und a. D.