ἀργυρόω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ἀργῠρόω</b> besilver Σικυωνόθε δ' ἀργυρωθέντες σὺν οἰνηραῖς φιάλαις ἀπέβαν (ἀργυραῖς φιάλαις τιμηθέντες. Σ.) (N. 10.43) οὐδ' ἐπέρναντο γλυκεῖαι μελιφθόγγου [[ποτὶ]] Τερψιχόρας ἀργυρωθεῖσαι πρόσωπα μαλθακόφωνοι ἀοιδαί (ἀπὸ [[τοῦ]] τοὺς γράφοντας [[ἀργύριον]] λαμβάνειν. Σ.) (I. 2.8)
|sltr=<b>ἀργῠρόω</b> besilver Σικυωνόθε δ' ἀργυρωθέντες σὺν οἰνηραῖς φιάλαις ἀπέβαν (ἀργυραῖς φιάλαις τιμηθέντες. Σ.) (N. 10.43) οὐδ' ἐπέρναντο γλυκεῖαι μελιφθόγγου [[ποτὶ]] Τερψιχόρας ἀργυρωθεῖσαι πρόσωπα μαλθακόφωνοι ἀοιδαί (ἀπὸ [[τοῦ]] τοὺς γράφοντας [[ἀργύριον]] λαμβάνειν. Σ.) (I. 2.8)
}}
{{pape
|ptext=<i>[[versilbern]]</i>, ἀοιδαὶ πρόσωπα ἀργυρωθεῖσαι Pind. <i>I</i>. 2.8, [[denen]] man das Bezahltwerden ansieht; vgl. <i>N</i>. 10.43, <i>mit [[Geld]] [[bezahlt]] [[werden]]</i>; [[ῥύπος]] γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένη Men. <i>monost</i>. 469.
}}
}}

Revision as of 16:39, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῠρόω Medium diacritics: ἀργυρόω Low diacritics: αργυρόω Capitals: ΑΡΓΥΡΟΩ
Transliteration A: argyróō Transliteration B: argyroō Transliteration C: argyroo Beta Code: a)rguro/w

English (LSJ)

A to cover with silver, ὀστέον Dialex.2.13; βωμόν IG3.899.4: —Pass., to be silvered, silver-plated, ῥύπος ἠργυρωμένος Men.Mon.469; ἀργυρούμενα ἢ ἐνηργυρωμένα σκεύη Timae.Astr. in Cat.Cod.Astr.1.97.4. II metaph. of persons, ἀργυρωθέντες σὺν οἰνηραῖς φιάλαις rewarded with silver wine-cups, Pi.N.10.43; also ἀοιδαὶ ἀργυρωθεῖσαι πρόσωπα songs with silvered brow, i.e. mercenary, Id.I.2.8.

Spanish (DGE)

I 1recubrir de plata, platear τὸ ὀστέον Dialex.2.13
cubrir de plata, llenar con objetos de plata ἱερόφαντιν ... ἀργυρώσασαν τὸν βωμόν IG 22.3585.5 (II d.C.)
fig. en v. pas. ἀργυρωθεῖσαι πρόσωπα ... ἀοιδαί de cantos mercenarios, Pi.I.2.8, ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος Men.Mon.702, cf. BGU 387.20 (II d.C.).
2 confeccionar, fabricar en plata una placa votiva IChS 307 (Ormidia).
II pagar, premiar en v. pas. ἀργυρωθέντες σὺν οἰνηραῖς φιάλαις Pi.N.10.43.

Russian (Dvoretsky)

ἀργῠρόω:
1) покрывать или отделывать серебром (ῥύπος ἠργυρωμένος Men.);
2) оплачивать серебром (ἀργυρωθῆναι σὺν φιάλαις Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠρόω: καλύπτω δι’ ἀργύρου, «ἀσημώνω» Συλλ. Ἐπιγρ. 435: ― ἀλλαχοῦ ἀείποτε ἐν τῷ παθητ. ἐπαργυροῦμαι, «ἀσημώνομαι», ῥύπος ἠργυρωμένος Μενάνδρ. Μονόστ. 469: παρὰ Πινδ. ἐπὶ προσώπων, ἀργυρωθέντες σὺν οἰνηραῖς φιάλαις, ἀνταμειφθέντες δι’ ἀργυρῶν ποτηρίων οἴνου, Ν. 10. 80· οὕτως, ἀοιδαὶ ἀργυρωθεῖσαι πρόσωπα, ᾠδαὶ ἔχουσαι ἄργυρον ἐπὶ τῶν προσώπων, δηλ. μισθωταί, ὤνιοι, εὐτελεῖς, Ι. 2, 13.

English (Slater)

ἀργῠρόω besilver Σικυωνόθε δ' ἀργυρωθέντες σὺν οἰνηραῖς φιάλαις ἀπέβαν (ἀργυραῖς φιάλαις τιμηθέντες. Σ.) (N. 10.43) οὐδ' ἐπέρναντο γλυκεῖαι μελιφθόγγου ποτὶ Τερψιχόρας ἀργυρωθεῖσαι πρόσωπα μαλθακόφωνοι ἀοιδαί (ἀπὸ τοῦ τοὺς γράφοντας ἀργύριον λαμβάνειν. Σ.) (I. 2.8)

German (Pape)

versilbern, ἀοιδαὶ πρόσωπα ἀργυρωθεῖσαι Pind. I. 2.8, denen man das Bezahltwerden ansieht; vgl. N. 10.43, mit Geld bezahlt werden; ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένη Men. monost. 469.