αὐλικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain

Source
m (Text replacement - "οἱ" to "οἱ")
m (pape replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=avlikos
|Transliteration C=avlikos
|Beta Code=au)liko/s
|Beta Code=au)liko/s
|Definition=ή, όν, (αὐλή) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of the court]], [[courtier-like]], κατὰ τὴν φύσιν <span class="bibl">Plb. 23.5.4</span>; αὐ. ἀγχίνοια <span class="bibl">15.34.4</span>; <b class="b3">αὐ. βίος</b>, opp. <b class="b3">ὁ φιλόσοφος βίος</b>, Phld. <span class="title">Ind.Sto.</span>13: Comp., ἐξ αὐλικωτέρων γονέων <span class="bibl">Id.<span class="title">Lib.</span>p.45</span> O.: as [[substantive]], [[courtier]], <span class="bibl">Plb.16.20.8</span>, Plu.2.778b, <span class="bibl"><span class="title">Demetr.</span>17</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">αὐλικούς· κιθαρῳδούς</b>, Suid.</span>
|Definition=ή, όν, (αὐλή) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of the court]], [[courtier-like]], κατὰ τὴν φύσιν <span class="bibl">Plb. 23.5.4</span>; αὐ. ἀγχίνοια <span class="bibl">15.34.4</span>; <b class="b3">αὐ. βίος</b>, opp. <b class="b3">ὁ φιλόσοφος βίος</b>, Phld. <span class="title">Ind.Sto.</span>13: Comp., ἐξ αὐλικωτέρων γονέων <span class="bibl">Id.<span class="title">Lib.</span>p.45</span> O.: as [[substantive]], [[courtier]], <span class="bibl">Plb.16.20.8</span>, Plu.2.778b, <span class="bibl"><span class="title">Demetr.</span>17</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">αὐλικούς· κιθαρῳδούς</b>, Suid.</span>
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[αὐλικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στη [[βασιλική]] [[αυλή]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που ταιριάζει σε άνθρωπο της βασιλικής αυλής<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[αυλικός]]<br />[[μέλος]] του προσωπικού της βασιλικής αυλής.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[αὐλικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στη [[βασιλική]] [[αυλή]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που ταιριάζει σε άνθρωπο της βασιλικής αυλής<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[αυλικός]]<br />[[μέλος]] του προσωπικού της βασιλικής αυλής.
}}
{{pape
|ptext=<b class="num">1</b> <i>zur [[Flöte]] [[gehörig]], VLL</i>.<br><b class="num">2</b> <i>zum Hofe [[gehörig]]</i>, οἱ αὐλικοί, [[Hofleute]], Pol. 16.22 und [[öfter]]; Plut. <i>Demetr</i>. 17, <i>Cleom</i>.33.
}}
}}

Revision as of 16:40, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐλικός Medium diacritics: αὐλικός Low diacritics: αυλικός Capitals: ΑΥΛΙΚΟΣ
Transliteration A: aulikós Transliteration B: aulikos Transliteration C: avlikos Beta Code: au)liko/s

English (LSJ)

ή, όν, (αὐλή) A of the court, courtier-like, κατὰ τὴν φύσιν Plb. 23.5.4; αὐ. ἀγχίνοια 15.34.4; αὐ. βίος, opp. ὁ φιλόσοφος βίος, Phld. Ind.Sto.13: Comp., ἐξ αὐλικωτέρων γονέων Id.Lib.p.45 O.: as substantive, courtier, Plb.16.20.8, Plu.2.778b, Demetr.17. II αὐλικούς· κιθαρῳδούς, Suid.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
• Alolema(s): lat. aulicus Nepos Dat.5.2, Suet.Dom.4, Nero 45, Marc.Cap.9.905, 9.926
I 1cortesano, palaciego, áulico αὐ. βίος op. φιλόσοφος βίος Phld.Ind.Sto.13, κατὰ τὴν φύσιν αὐ. καὶ πολιτικὸς ἄνθρωπος Plb.23.5.4, ἀγχίνοια Plb.15.34.4, κόλακες Plu.2.800a, cf. Demetr.17, διακονία Them.Or.31.353c, κατάλογοι Lyd.Mag.2.24, luctatores aulici Suet.Nero 45
compar. sin tal valor ἐξ αὐλικωτέρων γονέων Phld.Lib.45
subst. ὁ αὐ. cortesano Plu.2.778b, gener. en plu., Plu.Demetr.17, Plb.16.22.8, 22.13.5, Nepos 14.5.2
pretoriano οἱ αὐλικοὶ καὶ στρατηγοὶ προσαγορευόμενοι Plu.Galb.2.
2 prob. propietario de una granja, BGU 286.3 (IV d.C.).
II propio de la flauta: dulcedo Mart.Cap.9.905, suauitas Mart.Cap.9.926
subst. αὐλικούς, κιθαρῳδούς Sud.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de cour, de courtisan ; οἱ αὐλικοί les courtisans.
Étymologie: αὐλή.

Russian (Dvoretsky)

αὐλικός: IIпридворный, царедворец Polyb., Plut.
дворцовый, придворный (ἄνθρωπος Polyb.; κόλακες Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐλικός: -ή, -όν, (αὐλή) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν αὐλήν, ὁ ὅμοιος ἀνθρώπῳ τῆς αὐλῆς, καὶ ἦν μὲν ὁ Δεινοκράτης οὐ μόνον κατὰ τὴν τριβήν, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν φύσιν αὐλικὸς καὶ στρατιωτικός ἄνθρωπος Πολύβ. 24. 5, 4: ὡς οὐσιαστ. αὐλικὸς ὁ αὐτ. 16. 22, 8, Πλούτ. 2. 778Β.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α αὐλικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει στη βασιλική αυλή
2. εκείνος που ταιριάζει σε άνθρωπο της βασιλικής αυλής
3. το αρσ. ως ουσ. ο αυλικός
μέλος του προσωπικού της βασιλικής αυλής.

German (Pape)

1 zur Flöte gehörig, VLL.
2 zum Hofe gehörig, οἱ αὐλικοί, Hofleute, Pol. 16.22 und öfter; Plut. Demetr. 17, Cleom.33.