μαρμαρόω: Difference between revisions

From LSJ

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")
m (pape replacement)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μαρμαρόω''': στρώννω μὲ μάρμαρα, μαρμαρώνω, Μαλαλ. 339, 7, Βασιλικ. 58, 2, 13, κλ. 2) διὰ γύψου καὶ μαρμαροκονίας [[ἀλείφω]] τι [[ὅπως]] φαίνηται ὡς [[μάρμαρον]], Ἰουλιαν. τοῦ Παραβ. Ἐπιστ. Ἀνέκδ. Ι, 18 (Mus-Rhen. 1887, 21).
|lstext='''μαρμαρόω''': στρώννω μὲ μάρμαρα, μαρμαρώνω, Μαλαλ. 339, 7, Βασιλικ. 58, 2, 13, κλ. 2) διὰ γύψου καὶ μαρμαροκονίας [[ἀλείφω]] τι [[ὅπως]] φαίνηται ὡς [[μάρμαρον]], Ἰουλιαν. τοῦ Παραβ. Ἐπιστ. Ἀνέκδ. Ι, 18 (Mus-Rhen. 1887, 21).
}}
{{pape
|ptext=<i>zu [[Stein]], [[Marmor]] [[machen]], [[darin]] [[verwandeln]]</i>, Suid.; γραῦν μαρμαρουμένην [[δέμας]] Lycophr. 876.
}}
}}

Revision as of 16:44, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαρμᾰρόω Medium diacritics: μαρμαρόω Low diacritics: μαρμαρόω Capitals: ΜΑΡΜΑΡΟΩ
Transliteration A: marmaróō Transliteration B: marmaroō Transliteration C: marmaroo Beta Code: marmaro/w

English (LSJ)

A coat with marble stucco, (κίονας) Jul.Ep.80:—Pass., PMag.Berol.1.109. 2 line with marble, κολυμβήθρα… μεμαρμαρώσθω Hero *Stereom.2.5. II Pass., to be turned to stone, Lyc.826.

Greek (Liddell-Scott)

μαρμαρόω: στρώννω μὲ μάρμαρα, μαρμαρώνω, Μαλαλ. 339, 7, Βασιλικ. 58, 2, 13, κλ. 2) διὰ γύψου καὶ μαρμαροκονίας ἀλείφω τι ὅπως φαίνηται ὡς μάρμαρον, Ἰουλιαν. τοῦ Παραβ. Ἐπιστ. Ἀνέκδ. Ι, 18 (Mus-Rhen. 1887, 21).

German (Pape)

zu Stein, Marmor machen, darin verwandeln, Suid.; γραῦν μαρμαρουμένην δέμας Lycophr. 876.