μιμητέος: Difference between revisions
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (pape replacement) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μῑμητέος, η, ον verb. adj. of [[μιμέομαι]]<br /><b class="num">I.</b> to be imitated, Xen.<br /><b class="num">II.</b> μιμητέον, one must [[imitate]], Eur., Xen. | |mdlsjtxt=μῑμητέος, η, ον verb. adj. of [[μιμέομαι]]<br /><b class="num">I.</b> to be imitated, Xen.<br /><b class="num">II.</b> μιμητέον, one must [[imitate]], Eur., Xen. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=Adj. verb. zu [[μιμέομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:45, 24 November 2022
English (LSJ)
α, ον, A to be imitated, X.Mem. 3.10.8, etc. II μιμητέον, one must imitate, E.Hipp.114, Pl.R. 396b; τινά τι X.Mem.1.7.2.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de μιμέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
μῑμητέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει νὰ μιμηθῇ τις, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 8. ΙΙ. μιμητέον, πρέπει τις νὰ μιμηθῇ, Εὐρ. Ἱππ. 114, Πλάτ. Πολ. 396Β· τινά τι Ξεν. Ἀπομν. 1. 7, 2.
Greek Monotonic
μῑμητέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του μιμέομαι·
I. κάποιος που πρέπει να γίνει αντικείμενο μίμησης, σε Ξεν.
II. μιμητέον, κάτι που πρέπει να γίνει αντικείμενο μίμησης, σε Ευρ., Ξεν.
Middle Liddell
μῑμητέος, η, ον verb. adj. of μιμέομαι
I. to be imitated, Xen.
II. μιμητέον, one must imitate, Eur., Xen.
German (Pape)
Adj. verb. zu μιμέομαι.