νεφρίτης: Difference between revisions

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[νεφρίτης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(ορυκτ.)</b> πυριτικό [[ορυκτό]] που [[είναι]] [[ένας]] από τους δύο τύπους του ιάδη και με το οποίο οι άνθρωποι της προϊστορικής εποχής κατασκεύαζαν τα όπλα τους, ενώ [[σήμερα]] χρησιμοποιείται στην Ανατολή για την [[κατασκευή]] κοσμημάτων<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[σπόνδυλος]] που βρίσκεται [[κοντά]] στους νεφρούς, ο [[πρώτος]] [[σπόνδυλος]] του κόκκυγα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεφρός]] <span style="color: red;">+</span> επίθ. -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>ωμ</i>-[[ίτης]]). Η λ. με τη νεοελλ. σημ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>nephrite</i>, και μαρτυρείται από το 1869 στον Γ. Φίνλαϋ].
|mltxt=ο (Α [[νεφρίτης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(ορυκτ.)</b> πυριτικό [[ορυκτό]] που [[είναι]] [[ένας]] από τους δύο τύπους του ιάδη και με το οποίο οι άνθρωποι της προϊστορικής εποχής κατασκεύαζαν τα όπλα τους, ενώ [[σήμερα]] χρησιμοποιείται στην Ανατολή για την [[κατασκευή]] κοσμημάτων<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[σπόνδυλος]] που βρίσκεται [[κοντά]] στους νεφρούς, ο [[πρώτος]] [[σπόνδυλος]] του κόκκυγα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεφρός]] <span style="color: red;">+</span> επίθ. -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>ωμ</i>-[[ίτης]]). Η λ. με τη νεοελλ. σημ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>nephrite</i>, και μαρτυρείται από το 1869 στον Γ. Φίνλαϋ].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>[[nierenähnlich]]</i>, Sp.
}}
}}

Revision as of 16:45, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεφρίτης Medium diacritics: νεφρίτης Low diacritics: νεφρίτης Capitals: ΝΕΦΡΙΤΗΣ
Transliteration A: nephrítēs Transliteration B: nephritēs Transliteration C: nefritis Beta Code: nefri/ths

English (LSJ)

[ῑ], ὁ, fem. νεφρῖτις, ἡ, = νεφριαῖος, σφόνδυλος, i.e. the first vertebra of the sacrum, Poll.2.179; νόσον νεφρῖτιν Th.7.15; φθίσις ν. Hp.Int.15: also as substantive νεφρῖτις (sc. νόσος), ἡ, Id.Coac.502: in plural, Id.Aph.3.31, Dsc.1.14.

Greek Monolingual

ο (Α νεφρίτης)
νεοελλ.
(ορυκτ.) πυριτικό ορυκτό που είναι ένας από τους δύο τύπους του ιάδη και με το οποίο οι άνθρωποι της προϊστορικής εποχής κατασκεύαζαν τα όπλα τους, ενώ σήμερα χρησιμοποιείται στην Ανατολή για την κατασκευή κοσμημάτων
αρχ.
ο σπόνδυλος που βρίσκεται κοντά στους νεφρούς, ο πρώτος σπόνδυλος του κόκκυγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφρός + επίθ. -ίτης (πρβλ. ωμ-ίτης). Η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. nephrite, και μαρτυρείται από το 1869 στον Γ. Φίνλαϋ].

German (Pape)

ὁ, nierenähnlich, Sp.