κυλλαίνω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυλλαίνω]] (AM) [[κυλλός]]<br />[[καθιστώ]] κάποιον κουλό ή [[κουτσό]], [[κουλαίνω]], [[κουτσαίνω]] κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[χωλαίνω]], ταλαντεύομαι, ταράζομαι («κυλλαίνων ό [[νους]]», Φίλ.).
|mltxt=[[κυλλαίνω]] (AM) [[κυλλός]]<br />[[καθιστώ]] κάποιον κουλό ή [[κουτσό]], [[κουλαίνω]], [[κουτσαίνω]] κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[χωλαίνω]], ταλαντεύομαι, ταράζομαι («κυλλαίνων ό [[νους]]», Φίλ.).
}}
{{pape
|ptext=<i>[[krümmen]]</i>; Soph. frg. 619; auch Hippocr. nach Emend.
}}
}}

Revision as of 16:47, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυλλαίνω Medium diacritics: κυλλαίνω Low diacritics: κυλλαίνω Capitals: ΚΥΛΛΑΙΝΩ
Transliteration A: kyllaínō Transliteration B: kyllainō Transliteration C: kyllaino Beta Code: kullai/nw

English (LSJ)

A = κυλλόω, ὦτα κ. κάτω let them hang down, prob. in S.Fr.687. II intr., halt, limp, metaph., κυλλαίνων ὁ νοῦς Ph.Fr. 58 H.

Russian (Dvoretsky)

κυλλαίνω: искривлять, отгибать: κ. ὦτα - v.l. νῶτα - κάτω Soph. опускать вниз уши (о ласкающейся собаке).

Greek (Liddell-Scott)

κυλλαίνω: κυλλόω, κ. ὦτα κάτω, κρεμῶ αὐτὰ κάτω, Σοφ. Ἀποσπ. 619· κυλλαινόμενοι, γινόμενοι κυλλοί, «κουλλοὶ» ἢ χωλοὶ (κοινῶς: κοιλ-), Ἱππ. 819D.

Greek Monolingual

κυλλαίνω (AM) κυλλός
καθιστώ κάποιον κουλό ή κουτσό, κουλαίνω, κουτσαίνω κάποιον
αρχ.
μτφ. χωλαίνω, ταλαντεύομαι, ταράζομαι («κυλλαίνων ό νους», Φίλ.).

German (Pape)

krümmen; Soph. frg. 619; auch Hippocr. nach Emend.